Οι άγιοι τρεις
Παίδες
Ο αρχαίος βασιλιάς
των Βαβυλωνίων Ναβουδοχοδονόσορ κυρίευσε την Ιερουσαλήμ, κατέστρεψε τον Ναό του
Σολομώντα, αφού λεηλάτησε τους θησαυρούς του και μετέφερε αιχμαλώτους στη Βαβυλώνα
τους περισσότερους από όσους Ισραηλίτες επέζησαν από τις σφαγές. Αυτή είναι η
λεγόμενη βαβυλώνια αιχμαλωσία που κράτησε εβδομήντα χρόνια. Μεταξύ των
αιχμαλώτων ήταν και ο προφήτης Δανιήλ με τους τρεις ευσεβείς φίλους του Ανανία,
Αζαρία και Μισαήλ. Κατά θεία οικονομία ο Ναβουχοδονόσορ τους περιέβαλε με την ευμένειά
του και τους εμπιστεύθηκε τα ανώτερα αξιώματα στη διακυβέρνηση του βασιλείου
του.
Κάποτε ο
Ναβουχοδονόσορ έφτιαξε ένα τεράστιο χρυσό ομοίωμά του, το έστησε σε μια πεδιάδα
και πρόσταξε να πέσουν όλοι να το προσκυνήσουν. Οι τρεις φίλοι του Δανιήλ όμως
αρνήθηκαν και ο βασιλιάς τους έριξε σε ένα φοβερό καμίνι, που είχε πυρακτωθεί
σε υπερβολικό βαθμό, «επταπλασίως». Αλλά οι τρεις νέοι έμειναν αβλαβείς,
καθόσον άγγελος Θεού, όμοιος «υιώ Θεού», κατέβηκε στην καιομένη κάμινο και η
φωτιά δεν τους άγγιξε καθόλου, ούτε τις τρίχες τους, ούτε τα ρούχα τους. Από τη
στιγμή που βρέθηκαν στο φλεγόμενο καμίνι, ο Αζαρίας στάθηκε όρθιος «εν μέσω του
πυρός» και εξ ονόματος των τριών, αλλά και εξ όλου του ισραηλιτικού λαού, προσευχήθηκε
στον Θεό με τα λόγια:
«Ευλογητός ει,
Κύριε, ο Θεός των πατέρων ημών, και αινετός, και δεδοξασμένον το όνομά σου εις
τους αιώνας», διότι είσαι δίκαιος σε όλα όσα έκαμες σε μας, «και πάντα τα έργα
σου αληθινά και ευθείαι αι οδοί σου» και όλες οι αποφάσεις σου είναι σωστές. Με
ακρίβεια και δίκαιη κρίση επέφερες όλα αυτά εναντίον μας, «διά τας αμαρτίας
ημών». Διότι «ημάρτομεν και ηνομήσαμεν και των εντολών σου ουκ ηκούσαμεν, ουδέ
συνετηρήσαμεν, ουδέ εποιήσαμεν, καθώς ενετείλω ημίν», για να ζήσουμε ευτυχείς
και ασφαλείς. Και όλα όσα έφερες εναντίον μας, τα έκαμες με δίκαιη και αληθινή
κρίση. Και μας παρέδωσες «εις χείρας εχθρών ανόμων και βασιλεί αδίκω και πονηροτάτω
παρά πάσαν την γην». Και τώρα είμαστε εντελώς αναπολόγητοι. Δεν μπορούμε ούτε
να ανοίξουμε το στόμα μας. Διότι «εσμικρύνθημεν παρά πάντα τα έθνη και εσμέν
ταπεινοί εν πάση τη γη σήμερον διά τας αμαρτίας ημών» (Δαν. κεφ. 3).
Πόθεν οι δοκιμασίες;
Οι άγιοι τρεις
Παίδες, καίτοι θεοσεβέστατοι οι ίδιοι και πιστοί μέχρι θανάτου στον Θεό,
αισθάνονται τη φοβερή δοκιμασία της αιχμαλωσίας τους και της καταδίκης τους σαν
μια απόλυτα δίκαιη κρίση του Θεού, που υπαγορεύθηκε από τις αμαρτίες τους. Γνωρίζουν
τη διαθήκη μεταξύ του Θεού και του λαού του, τη συμφωνία που έλαβε χώρα επίσημα
στο όρος Σινά. Εκεί ο Θεός προειδοποίησε ότι η μη τήρηση της συμφωνίας αυτής εκ
μέρους του λαού του, θα συνοδεύεται από φοβερές συνέπειες. Η αποστασία του λαού
παροξύνει τον Θεό, ο οποίος λέγει: «Αποστρέψω το πρόσωπόν μου απ’ αυτών και
δείξω τί έσται αυτοίς επ’ εσχάτων ημερών· ότι γενεά εξεστραμμένη εστίν, υιοί
οις ουκ έστι πίστις εν αυτοίς… Πυρ εκκέκαυται εκ του θυμού μου, καυθήσεται έως
άδου κάτω, καταφάγεται γην και τα γεννήματα αυτής, φλέξει θεμέλια ορέων… Συνάξω
εις αυτούς κακά και τα βέλη μου συντελέσω εις αυτούς» (Δευτ. κεφ. 32). Πάμπολλες
φορές ο Θεός επέφερε τις συμφορές αυτές για να συνετίσει και να οδηγήσει σε
μετάνοια τον λαό του, με αποκορύφωμα την περίφημη εβδομηκονταετή βαβυλώνια
αιχμαλωσία.
Η αντίληψη ότι οι
αμαρτίες του λαού επισύρουν την οργή του Θεού («Κύριος κρινεί τον λαόν αυτού»),
είναι γενική και διαχρονική. «Εάν τα δικαιώματά μου βεβηλώσωσι και τας εντολάς
μου μη φυλάξωσιν, επισκέψομαι εν ράβδω τας ανομίας αυτών και εν μάστιξι τας
αδικίας αυτών» (Ψαλμ. 88, 32-33). Ο προφήτης Ησαΐας συνοψίζει δραματικά: «Εάν
θέλητε και εισακούσητέ μου, τα αγαθά της γης φάγεσθε· εάν δε μη θέλητε, μηδέ
εισακούσητέ μου, μάχαιρα υμάς κατέδεται· το γαρ στόμα Κυρίου ελάλησε ταύτα» (Ησ.
1, 19-20). «Εάν είχες ακούσει τις εντολές μου, η ειρήνη σου θα ξεχυνόταν σαν ποτάμι
και η δικαιοσύνη σου σαν το κύμα της θάλασσας» (Ησ. 48, 18). Το αψευδές στόμα
του Κυρίου μας Ιησού Χριστού επισφραγίζει: «Εάν μη μετανοήτε, πάντες ομοίως
απολείσθε» (Λουκ. 13, 3).
Για ποιο σκοπό
παραχωρούνται;
Θαυμάσια εκθέτει τη
διδασκαλία αυτή ο άγιος Βασίλειος στην περίφημη ομιλία του «ότι ουκ έστιν
αίτιος των κακών ο Θεός». Εκεί εξηγεί ότι έχουμε δύο ειδών κακά. Το ένα είναι «φύσει
κακόν» και «όντως κακόν», επειδή είναι κακό «ως προς την εαυτού φύσιν». Και τέτοιο
κακό είναι μόνο η αμαρτία, που όμως εξαρτάται από το δικό μας αυτεξούσιο, από
τη δική μας προαίρεση. Το προκαλούμε αποκλειστικά εμείς, «εξ ημών ήρτηται». Το
άλλο κακό είναι όσα φαίνονται σε μας κακό, «το δοκούν κακόν», επειδή προξενούν
στην αίσθησή μας και στην ψυχή μας πόνο και θλίψη. Αρρώστιες, στερήσεις, λιμοί
(πείνα), λοιμοί (επιδημίες), ανομβρίες, πλημμύρες και κάθε είδους φυσικές καταστροφές,
θάνατοι. Αυτά όλα είναι για μας κακό «διά το της αισθήσεως αλγεινόν, αγαθού δε
δύναμιν έχον».
Τί αγαθό όμως
εμπεριέχεται μέσα σε όλα αυτά που μας ταλαιπωρούν; Επειδή εμείς προξενούμε με
τη δική μας θέληση το πραγματικό κακό, την αμαρτία, ο Θεός επιτρέπει να μας
βρουν όλα αυτά που είναι οδυνηρά στις αισθήσεις μας και στην ψυχή μας, για να
διορθωθούμε. Να σταματήσουμε να διαπράττουμε το «κυρίως κακόν». Γι’ αυτό, λέγει
ο άγιος Βασίλειος, ενσκήπτουν «νόσοι πόλεων και εθνών», ξηρασίες και αφορίες
της γης και άλλες χειρότερες περιστάσεις του βίου, «της κακίας την αύξησιν
περικόπτουσαι». Έχουν επινοηθεί από τον Θεό όλα αυτά «προς αποχήν της
αμαρτίας». Μ’ αυτές τις μαζικές μάστιγες ο Θεός σωφρονίζει «την πάνδημον πονηρίαν».
Δεν θα μπορούσε όμως
ο Θεός να μας διορθώνει με πιο ήπια μέσα; Μα ο Θεός
ξεκινάει πολύ διακριτικά και απαλά. Καθημερινά με χίλιους δυο τρόπους μας
στέλνει μηνύματα. Αλλά οι άνθρωποι συνήθως κωφεύουμε. Η καρδιά μας είναι δεμένη
με το εφήμερο. Με την απόλαυση της στιγμής. Αναζητεί απεγνωσμένα την επίγεια ευτυχία.
Ασωτεύει. Λησμονούμε ότι αληθινή χαρά είναι μόνο η σχέση μας με τον Θεό. Γι’
αυτό έρχονται τα βαρύτερα, δοκιμασίες και θλίψεις, για να μας θυμίσουν ότι
πρέπει να επιστρέψουμε ξανά στον Πατέρα μας.
Ο Θεός δρα μόνο θεραπευτικά
Όπως ο γιατρός
πολεμάει και αφαιρεί από το σώμα την αρρώστια, αλλά δεν είναι αυτός που βάζει
την αρρώστια μέσα στο σώμα, έτσι και ο Θεός. «Αναιρεί το κακόν», αλλά δεν είναι
αυτός που προκαλεί το κακό. Για τις τομές (εγχειρήσεις), τους καυτηριασμούς και
τους ακρωτηριασμούς που κάνει ο γιατρός, δεν είναι ο ίδιος αίτιος αλλά η νόσος.
Έτσι και «οι των πόλεων αφανισμοί» και όλα τα άλλα κακά έχουν ως αιτία την
αμετρία των αμαρτιών μας και όχι τον Θεό. Ο γιατρός μάχεται την αρρώστια και
όχι τον άρρωστο, έστω και αν του προκαλεί πόνους και οδύνη, και μάλιστα
θεωρείται και ευεργέτης του, επειδή με αυτά τον θεραπεύει. Έτσι και ο Θεός
είναι όντως αγαθός, επειδή με τις δοκιμασίες περιορίζει την αμετρία του κακού
και εξασφαλίζει σε όλους τη σωτηρία. Ο γιατρός όσο κι αν ταλαιπωρεί, δεν
τιμωρεί τον άρρωστο. Ό,τι κάνει, είναι για να τον θεραπεύσει. Έτσι και ο Θεός. Είναι
αρρώστια η αμαρτία και ο αμαρτωλός ασθενής. Ό,τι κάνει ο Θεός, είναι για να τον
θεραπεύσει, όχι να τον τιμωρήσει.
Οι δοκιμασίες που
επιτρέπει ο Θεός είναι οι χειρουργικές επεμβάσεις του για τη διόρθωση του
κακού. Είναι το χειρουργικό του νυστέρι με το οποίο επεμβαίνει θεραπευτικά. Επεμβαίνει
ο Θεός, δεν αφήνει το κακό ανεξέλεγκτο. Ποτέ όμως δεν δρα τιμωρητικά, αλλά μόνο
για να ωφελήσει τον αμαρτάνοντα. Για να διορθώσει και να περιορίσει το κακό από
το οποίο νοσεί ο άνθρωπος. «Μάλλον ουδέ κολάζει, αλλά διορθούται μόνον» (Άγιος
Ιω. ο Χρυσόστομος). Ακόμα και ο θάνατος του αμαρτωλού, που φαίνεται σαν τιμωρία
Θεού, είναι ευεργεσία προς τον αμαρτάνοντα. Όταν εξαντληθεί κάθε άλλο μέσο για
διόρθωσή του, όταν αποκλεισθεί κάθε πιθανότητα μετανοίας του, ο παντογνώστης Θεός
τού επιφέρει θάνατο, «ίνα μη το κακόν αθάνατον η». Για να σταματήσει κάποτε να
αμαρτάνει και αυτός. Να μη συνεχίζει επ’ άπειρον να επιβαρύνει τη θέση του.
[Μια αναγκαία
παρένθεση εδώ: Υπενθυμίζουμε, ότι η αγιογραφική και πατερική γλώσσα είναι
ανθρωπομορφική, συγκαταβατική στην ανθρώπινη ασθένεια. Η χρήση των όρων
«τιμωρία», «κόλαση», «θυμός ή οργή Θεού», όπως και πολλών άλλων συναφών, είναι
εντελώς καταχρηστική. Απευθύνεται προς τον άνθρωπο που πνευματικά βρίσκεται στο
επίπεδο του δούλου ή του μισθωτού, για να τον διεγείρει στη μετάνοια. Δεν έχει
να κάνει με την πραγματική φύση του Θεού, που είναι τέλειος, απαθής, δεν
οργίζεται και δεν έχει καμμιά τιμωρητική διάθεση μέσα του. Κάθε επέμβαση του
Θεού είναι καθαρά θεραπευτική και παιδαγωγική, γίνεται μόνο όταν από αυτήν
πρόκειται να προκύψει πνευματική ωφέλεια για τον άνθρωπο. Ο Θεός είναι «ο βάθει
σοφίας φιλανθρώπως πάντα οικονομών και το συμφέρον πάσιν απονέμων». Με βαθειά
σοφία και απέραντη αγάπη ενεργεί και οικονομεί τα πάντα για το καλό μας. Κυβερνά
τον κόσμο, επεμβαίνει, περιορίζει και ελέγχει το κακό, αλλά πάντα με αγάπη, οι
ενέργειές του είναι διορθωτικές και θεραπευτικές, ποτέ τιμωρία, ακόμα και για
τον αμετανόητο, όπως αναφέρθηκε παραπάνω. Είναι γιατρός, πατέρας, παιδαγωγός,
αλλά ποτέ τιμωρός με το νομικό πνεύμα της ανθρώπινης δικαιοσύνης, που απαιτεί
την τυφλή εφαρμογή του σχήματος «παράβαση-τιμωρία».
«Ο Θεός δεν τιμωρεί,
ο άνθρωπος αυτοτιμωρείται, απομακρυνόμενος από τον Θεό. Είναι, ας πούμε, εδώ
νερό, εκεί φωτιά. Είμαι ελεύθερος να διαλέξω. Βάζω το χέρι μου στο νερό,
δροσίζομαι. Το βάζω στη φωτιά, καίγομαι» (Άγιος Πορφύριος). Μέσα στο πνεύμα
αυτό ο Θεός είναι και ο τελικός κριτής των πάντων, αλλά η κρίση του δεν είναι
τιμωρία, όπως φρονούν μερικοί, μεταφέροντας στον Θεό τον τρόπο της ανθρώπινης δικαιοσύνης.
«Ο Θεός ου κολάζει τινά εν τω μέλλοντι», αλλά ο άνθρωπος διαλέγει ελεύθερα αν
θα μετέχει ή όχι στη ζωή του Θεού. «Έστιν ουν η μεν μετοχή του Θεού τρυφή, η δε
αμεθεξία κόλασις» (Άγ. Ιω. ο Δαμασκηνός)].
Η περίπτωση της
Νινευή
Στο πνεύμα αυτό
κινούνται και οι απειλητικές προειδοποιήσεις του Θεού μέσω των προφητών του. Σκοπεύουν
να προκαλέσουν τη μετάνοια των ανθρώπων και την αποφυγή της παιδαγωγικής δοκιμασίας
τους. Οι προφητείες αυτές λοιπόν εξαγγέλλονται από τον Θεό από αγάπη. Με την
πρόθεση να ματαιωθούν, ή έστω να μετριασθούν, αν υπάρξει μετάνοια εκ μέρους των
ανθρώπων. Έτσι ο προφήτης Ιωνάς διατάχθηκε να μεταβεί στην αρχαία Νινευή, πόλη
με 600.000 πληθυσμό, και να αναγγείλει: «Έτι τρεις ημέραι και Νινευή
καταστραφήσεται», γιατί η κακία των ανθρώπων της έφτασε μέχρι τον θρόνο του
Θεού.
Οι Νινευΐτες πήραν
στα σοβαρά το προμήνυμα του Θεού. Πίστεψαν τα λόγια του προφήτη, κήρυξαν γενική
νηστεία και περιβλήθηκαν σάκους σε ένδειξη πένθους. Ο βασιλιάς έδωσε πρώτος το
παράδειγμα. Εγκατέλειψε τον θρόνο του, πέταξε τη βασιλική πορφύρα από πάνω του,
ντύθηκε με ένα σάκο και κάθισε πάνω στις στάχτες. Οι κήρυκες μετέφεραν σε όλη
την πόλη το διάταγμά του: Οι άνθρωποι και τα κτήνη και οι βόες και τα πρόβατα
να μη γευθούν τροφή, να μη βοσκήσουν και να μην πιουν νερό.
«Και περιεβάλλοντο
σάκκους οι άνθρωποι και τα κτήνη και ανεβόησαν προς τον Θεόν εκτενώς· και
απέστρεψαν έκαστος από της οδού αυτών της πονηράς και από της αδικίας της εν
χερσίν αυτών». Μετανόησαν! Και ο Θεός είδε τη μετάνοιά τους και άλλαξε απόφαση.
Καμμία τιμωρία δεν τους επέβαλε, αν και οι αμαρτίες τους είχαν φτάσει στα
μεσούρανα (προς απογοήτευση βέβαια του Ιωνά που διαψεύσθηκε και κατηγόρησε
ευθέως τον Θεό ούτε λίγο ούτε πολύ για …ασυνέπεια. Αλλά αυτό είναι μια άλλη
ιστορία). Ο σκοπός του Θεού ήταν να σώσει και όχι να απολέσει.
Μετανοίας ο καιρός
Εμείς κατά πόσο
θεωρήσαμε τη δοκιμασία του λοιμού που σήμερα μας ταλαιπωρεί, καρπό της δικής
μας αμαρτίας; Ταπεινωθήκαμε; Μετανοήσαμε; Κλάψαμε για τις αμαρτίες μας «εν
σάκκω και σποδώ καθήμενοι»; Μήπως περιοριστήκαμε μόνο στο αγαπητό μας σπορ να
αναζητούμε την αιτία του κακού πάντα έξω από εμάς; Και να ρίχνουμε πρώτοι τον
λίθο του αναθέματος στον οιονδήποτε νομιζόμενο αίτιο; Θεωρήσαμε την επιδημία «ως
θεραπεία των ημαρτημένων» μας, ή γίναμε οι κριτές της οικουμένης; Μήπως τυχόν
και εξισώσαμε τον εαυτό μας με τον άμεμπτο εκείνο Ιώβ και φανταστήκαμε ότι ο
Θεός, δοκιμάζοντάς μας, αναδεικνύει απλώς την πνευματική μας ανδρεία και αρετή,
το υπέροχο πνευματικό μας ανάστημα;
Αν αυτοί ήταν μόνο
οι προβληματισμοί μας, τότε σε τίποτε δεν μας ωφέλησε η «βάθει σοφίας
φιλανθρώπως» επισυμβάσα χειρουργική επέμβαση του Θεού. Ματαίως εξαπέστειλε «την
ιατρικήν του δύναμιν ουρανόθεν» για να μας θεραπεύσει, μια και εμείς ου χρήζομεν
θεραπείας.
Τότε όμως ας
ετοιμασθούμε για το επόμενο πικρότερο φάρμακο που ετοιμάζει ο Θεός για να
συνέλθουμε απ’ την αναισθησία μας, αφού το πρώτο δεν είχε καμμιά επίδραση πάνω
μας. Γιατί ξεκινάει σαν στοργικός πατέρας, αλλά και σοφός γιατρός, με ήπιο
τρόπο και ελαφρότερα φάρμακα στην αρχή, αλλά, αν αυτά αποδειχθούν ατελέσφορα,
θα προχωρήσει κατόπιν και στα δραστικότερα.
Κι αν τελικά τίποτε
από αυτά δεν μας συνεφέρει, θα ακούσουμε κάποτε τα φοβερά εκείνα λόγια: «Μωροί
και τυφλοί, …λέγω υμίν ότι Τύρω και Σιδώνι (αλλά και Σοδόμοις ακόμα)
ανεκτότερον έσται εν τη κρίσει ή υμίν» (Ματθ. 23, 17· Λουκ. 10, 12-14).
Έως λοιπόν «καιρόν
έχωμεν», ας κινηθούμε συνετά. Ας εξαγοράζουμε τον χρόνο μας με περισσότερη
προσευχή, ταπείνωση, μετάνοια, υπομονή. Ας κάνουμε κάτι, έστω και ελάχιστο. Ο
Χριστός περιμένει το λίγο, το ένα από μας, για να κάνει εκείνος εκατό.
Σαρακοστή 2020
(Συνεχίζεται)