Την δέησίν μου δέξαι
την πενιχράν, «Κυρά των Αμπελιών», Αίγαιο-πελαγίτισσα Παναγία, Γρηγορούσα
Άθηνιώτισσα, Παραμυθία Αγιορείτικη, Φανερωμένη πολλάκις στις πέτρινες ώρες των
παιδιών Σου, καί κλαυθμόν μη παρίδης καί δάκρυα, καί στεναγμόν, άλλ’ άντιλαβού
μου ως αγαθή καί τάς αιτήσεις πλήρωσον. Αυτές, πού μέσα στην αυγουστιάτικη κάψα
η παναθλία καί ταπεινή μου ψυχή Σού υποβάλλει, Ζωοδόχε Πηγή, φλογιζόμενη μέσ’
στο καμίνι των συμφορών καί των θλίψεων.
Γιατί, αληθινά, προς τίνα καταφύγω
άλλην Αγνή; Πού προσδράμω, λοιπόν, καί σωθήσομαι; Που πορευθώ; Τέτοιες ώρες,
στείρες καί δάκρυνες, πού, έκύκλωσαν αι του βίου με ζάλαι, ώσπερ μέλισσαι
κηρίον, Παρθένε; Ποιά πόρτα,
Πορταϊτισσα, θα με δεχτή, αν δεν μου άνοιξης Σύ την Έκατονταπυλιανή αγάπη
Σου; Σέ ποιόν, Γοργοεπήκοε, τον πόνο μου θα πω, τον πόνο πού με βρήκε εξ
αμέτρητων αναγκών καί θλίψεων καί εξ εχθρών δυσμενών καί συμφορών βίου, για να
μου δώση, Ελεούσα μου, προθυμερά παντελή σωτηρίαν καί πλατυσμόν.
Σεβ.Μητροπολίτου πρ.
Ν. Ζηλανδίας κ.Ιωσήφ
proskynitis