Πολλοί ἅγιοι
Μάρτυρες, ὅταν δὲν ἤξεραν τὸ δόγμα, ἔλεγαν: «Πιστεύω ὅ,τι θέσπισαν οἱ
Ἅγιοι Πατέρες». Ἄν κάποιος τὸ ἔλεγε αὐτό, μαρτυροῦσε. Δὲν ἤξερε δηλαδή νὰ
φέρη ἀποδείξεις στούς διῶκτες γιὰ τὴν πίστη του καὶ νὰ τούς πείση, ἀλλὰ εἶχε
ἐμπιστοσύνη στούς Ἁγίους Πατέρες. Σκεφτόταν; «Πῶς νὰ μήν ἔχω ἐμπιστοσύνη στούς
Ἁγίους Πατέρες; Αὐτοί ἦταν καὶ πιὸ ἔμπειροι καὶ ἐνάρετοι καὶ ἅγιοι. Πῶς ἐγώ νὰ
δεχθῶ μία ἀνοησία; Πῶς νὰ ἀνεχθῶ νὰ βρίζη ἕνας τους Ἅγιους Πατέρες;» Νὰ ἔχουμε
ἐμπιστοσύνη στὴν παράδοση.
Σήμερα, δυστυχῶς,
μπῆκε ἡ εὐρωπαϊκή εὐγένεια καὶ πᾶνε νὰ δείξουν τὸν καλό. Θέλουν νὰ δείξουν
ἀνωτερότητα καὶ τελικά πᾶνε νὰ προσκυνήσουν τὸν διάβολο μὲ τὰ δύο κέρατα. «Μία
θρησκεία, σοῦ λένε, νὰ ὑπάρχη»καὶ τὰ ἰσοπεδώνουν ὅλα.
Ἦρθαν καὶ σ’ ἐμένα
μερικοί καὶ μοῦ εἶπαν: «Ὅσοι πιστεύουμε στὸν Χριστό, νὰ κάνουμε μία θρησκεία».
«Τώρα εἶναι σάν νὰ μοῦ λέτε, τούς εἶπα, χρυσό καὶ μακίρι, χρυσό τόσα καράτια
καὶ τόσα ποὺ τὰ ξεχώρισαν, νὰ τὰ μαζέψουμε πάλι καὶ νὰ τὰ κάνουμε ἕνα. Εἶναι σωστό
νὰ τὰ ἀνακατέψουμε πάλι; Ρωτῆστε ἕναν χρυσοχόο: «Κάνει νὰ ἀνακατέψουμε τὴν
σαβούρα μὲ τὸν χρυσό;»Ἔγινε τόσος ἀγώνας, γιὰ νὰ λαμπικάρη τὸ δόγμα». Οἱ Ἅγιοι
Πατέρες κάτι ἤξεραν καὶ ἀπαγόρευσαν τὶς σχέσεις μὲ αἱρετικό. Σήμερα λένε: «Ὄχι
μόνο μὲ αἱρετικό ἀλλὰ καὶ μὲ Βουδδιστή καὶ μὲ πυρολάτρη καὶ μὲ δαιμονολάτρη νὰ
συμπροσευχηθοῦμε. Πρέπει νὰ βρίσκωνται στὶς συμπροσευχές τους καὶ στὰ συνέδρια
καὶ οἱ Ὀρθόδοξοι. Εἶναι μία παρουσία». Τί παρουσία; Τὰ λύνουν ὅλα μὲ τὴν λογική
καὶ δικαιολογοῦν τὰ ἀδικαιολόγητα. Τὸ εὐρωπαϊκό πνεῦμα νομίζει ὅτι καὶ τὰ
πνευματικά θέματα μποροῦν νὰ μποῦν στὴν Κοινή Ἀγορά.
Μερικοί ἀπὸ τούς
Ὀρθοδόξους ποὺ ἔχουν ἐλαφρότητα καὶ θέλουν νὰ κάνουν προβολή, «Ἱεραποστολή»,
συγκαλοῦν συνέδρια μὲ ἑτεροδόξους, γιὰ νὰ γίνεται ντόρος καὶ νομίζουν ὅτι θὰ
προβάλουν ἔτσι τὴν Ὀρθοδοξία, μὲ τὸ γίνουν δηλαδή ταραμοσαλάτα μὲ τούς
κακοδόξους. Ἀρχίζουν μετά οἱ ὑπέρ-ζηλωτές καὶ πιάνουν τὸ ἄλλο ἄκρο· λένε καὶ
βλασφημίες γιὰ τὰ Μυστήρια τῶν Νεοημερολογιτῶν κ.λπ. καὶ κατασκανδαλίζουν ψυχές
ποὺ ἔχουν εὐλάβεια καὶ ὀρθόδοξη εὐαισθησία. Οἱ ἑτερόδοξοι ἀπὸ τὴν ἄλλη ἔρχονται
στὰ συνέδρια, κάνουν τὸν δάσκαλο, παίρνουν ὅ,τι καλό ὑλικό πνευματικό βρίσκουν
στούς Ὀρθοδόξους, τὸ περνᾶνε ἀπὸ τὸ δικό τους ἐργαστήρι, βάζουν δικό τους χρῶμα
καὶ φίρμα καὶ τὸ παρουσιάζουν σάν πρωτότυπο. Καὶ ὁ παράξενος σημερινός κόσμος
ἀπὸ κάτι τέτοια παράξενα συγκινεῖται, καὶ καταστρέφεται μετά πνευματικά. Ὁ
Κύριος ὅμως, ὅταν θὰ πρέπη, θὰ παρουσιάση τούς Μάρκους τούς Εὐγενικούς καὶ τούς
Γρηγορίους Παλαμάδες, ποὺ θὰ συγκεντρώσουν ὅλα τὰ κατασκανδαλισμένα ἀδέλφια
μας, γιὰ νὰ ὁμολογήσουν τὴν ὀρθόδοξη πίστη καὶ νὰ στερεώσουν τὴν παράδοση καὶ
νὰ δώσουν χαρὰ μεγάλη στὴν Μητέρα μᾶς Ἐκκλησία.
Ἐὰν ζούσαμε
πατερικά, θὰ εἴχαμε ὅλοι πνευματική ὑγεία, τὴν ὁποία θὰ ζήλευαν καὶ ὅλοι οἱ
ἑτερόδοξοι, καὶ θὰ ἄφηναν τὶς ἀρρωστημένες τούς πλάνες καὶ θὰ σώζονταν δίχως
κήρυγμα. Τώρα δὲν συγκινοῦνται ἀπὸ τὴν ἁγία μας πατερική παράδοση, γιατί θέλουν
νὰ δοῦν καὶ τὴν πατερική μας συνέχεια, τὴν πραγματική μας συγγένεια μὲ τούς
Ἁγίους μας. Αὐτὸ ποὺ ἐπιβάλλεται σὲ κάθε Ὀρθόδοξο εἶναι νὰ βάζη τὴν καλή
ἀνησυχία καὶ στούς ἑτερόδοξους, νὰ καταλάβουν δηλαδή ὅτι βρίσκονται σὲ πλάνη,
γιὰ νὰ μήν ἀναπαύουν ψεύτικα τὸν λογισμό τους, καὶ στερηθοῦν καὶ σ’ αὐτήν τὴν
ζωή τὶς πλούσιες εὐλογίες τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ στὴν ἄλλη ζωή τὶς περισσότερες καὶ
αἰώνιες εὐλογίες τοῦ Θεοῦ. Ἔρχονται ἐκεῖ στὸ Καλύβι μερικά παιδιά Καθολικά μὲ
πολύ καλή διάθεση, ἕτοιμα νὰ γνωρίσουν τὴν Ὀρθοδοξία. «Θέλουμε κάτι νὰ μᾶς πῆς,
γιὰ νὰ βοηθηθοῦμε πνευματικά», μοῦ λένε. «Κοιτάξτε, τούς λέω· πάρτε τὴν
Ἐκκλησιαστική Ἱστορία καὶ θὰ δῆτε ὅτι κάποτε ἤμασταν μαζί καὶ μετά ποῦ φθάσατε.
Αὐτὸ πολύ θὰ σᾶς βοηθήση. Κάντε αὐτό, καὶ ἄλλη φορὰ θὰ συζητήσουμε πολλά».
Παλιότερα σεβόταν
κανεὶς κάτι, γιατί ἦταν τοῦ παπποῦ του, καὶ τὸ φύλαγε σάν κειμήλιο. Εἶχα
γνωρίσει ἕναν πολύ καλό δικηγόρο. Τὸ σπίτι τοῦ ἦταν ἁπλό καὶ ξεκούραζε ὄχι
μόνον αὐτόν ἀλλὰ καὶ τούς ἐπισκέπτες. Μοῦ ἔλεγε κάποτε: «Πρίν ἀπὸ λίγα χρόνια,
Πάτερ, μὲ κορόιδευαν οἱ γνωστοί μου γιὰ τὰ παλιά ἔπιπλα ποὺ ἔχω. Τώρα ἔρχονται
καὶ τὰ θαυμάζουν γιὰ ἀντίκες. Ἐνῶ ἐγώ τὰ χρησιμοποιῶ καὶ τὰ χαίρομαι, γιατί μου
θυμίζουν τὸν πατέρα μου, τὴν μάνα μου, τούς παπποῦδες, καὶ συγκινοῦμαι, ἐκεῖνοι
μαζεύουν διάφορα παλιά, κάνουν σαλόνια σάν παλιατζίδικα, γιὰ νὰ ξεχνιοῦνται μὲ
αὐτὰ καὶ νὰ ξεχνοῦν κάπως τὸ κοσμικό τους ἄγχος». Παλιά ἕνα τόσο δά φλουράκι
τὸ κρατοῦσε κανεὶς σάν μεγάλη περιουσία ἀπὸ τὴν μάνα του, ἀπὸ τὸν παπποὺ του.
Σήμερα, ἄν ἔχη κάποιος ἀπὸ τὸν παπποὺ τοῦ μία λίρα Γεωργίου λ.χ., καὶ ἔχη ἑκατό
δραχμές διαφορά μὲ τὴν λίρα Βικτωρίας, θὰ τὴν δώση νὰ τὴν ἀλλάξη. Δὲν ἐκτιμᾶ,
δὲν ὑπολογίζει οὔτε μάνα οὔτε πατέρα. Μπαίνει αὐτὸ τὸ εὐρωπαϊκό πνεῦμα καὶ
σιγά-σιγὰ μᾶς παίρνει ὅλους σβάρνα.
Θυμᾶμαι, ὅταν
πρωτοπῆγα στὸ Ἅγιον Ὅρος, σὲ μία συνοδία Γέροντας ἦταν ἕνα γεροντάκι ποὺ εἶχε
πολλή εὐλάβεια. Κρατοῦσε «πάππον πρὸς πάππον» ἀπὸ εὐλάβεια ὄχι μόνον τὰ καλυμμαύχια
ἀπὸ τούς «παπποῦδες»του, τούς προκατόχους του, ἀλλὰ καὶ τὰ καλούπια μὲ τὰ ὁποῖα
φτιάχνουν τὰ καλυμμαύχια. Εἶχε καὶ βιβλία παλιά καὶ διάφορα χειρόγραφα καὶ τὰ
φύλαγε τυλιγμένα ὄμορφα στὴν βιβλιοθήκη, ποὺ τὴν εἶχε κλεισμένη καλά, γιὰ νὰ μή
σκονίζωνται. Ἐκεῖνα τὰ βιβλία δὲν τὰ χρησιμοποιοῦσε· τὰ κρατοῦσε κλεισμένα.
«Ἐγώ δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ διαβάσω τέτοια βιβλία, ἔλεγε. Θὰ διαβάσω αὐτὰ τὰ
ἁπλά, τὸ Γεροντικό, τὴν Κλίμακα». Ἦρθε μετά ἕνας νέος μοναχός –τελικά δὲν
ἔμεινε στὸ Ὅρος – καὶ τοῦ λέει: «Τί μαζεύεις ἐδῶ σαβούρα;»Πῆρε τὰ καλούπια νὰ
τὰ πετάξη, νὰ τὰ κάψη. Ἔκλαιγε τὸ καημένο τὸ γεροντάκι: «Αὐτὸ εἶναι ἀπὸ τὸν
παπποὺ μου, ἔλεγε τί σὲ πειράζει; Ἔχουμε τόσα δωμάτια· ἀσ’ τὰ σὲ μία ἀκρούλα».
Ἀπὸ τὴν εὐλάβεια ποὺ εἶχε, κρατοῦσε ὄχι μόνον τὰ βιβλία, τὰ κειμήλια, τὰ
καλυμμαύχια, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ ἐκεῖνα τὰ καλούπια! Ὅταν ὑπάρχη σεβασμός στὰ μικρά,
ὑπάρχει πολύς σεβασμός καὶ στὰ μεγάλα. Ὅταν δὲν ὑπάρχη σεβασμός στὰ μικρά, οὔτε
καὶ στὰ μεγάλα ὑπάρχη. Ἔτσι διατηροῦσαν τὴν παράδοση οἱ Πατέρες.
ΠΑΛΙ ΘΑ ΓΥΡΙΣΟΥΝ ΣΤΑ ΠΑΛΙΑ
Ἀργότερα οἱ ἄνθρωποι
θὰ ἐκτιμήσουν ποὺ κρατοῦν οἱ Χριστιανοί σήμερα τὴν τιμή, τὴν πίστη καὶ ὅλο τὸ
μεγαλεῖο της Ἐκκλησίας. Καὶ νὰ δῆτε, θὰ γυρίσουν πάλι στὰ παλιά. Ὅπως ἔγινε καὶ
μὲ τὴν ἁγιογραφία· μία ἐποχή δὲν μποροῦσαν νὰ καταλάβουν τὴν βυζαντινή τέχνη
καὶ χτυποῦσαν τὶς τοιχογραφίες μὲ τὸ σκεπάρνι, γιὰ νὰ ρίξουν τὸν παλιό σοβά καὶ
νὰ τὸν ξαναφτιάξουν, γιὰ νὰ ἁγιογραφήσουν ἄλλες εἰκόνες, τῆς Ἀναγεννήσεως.
Τώρα, μετά ἀπὸ τόσα χρόνια, ἀναγνώρισαν τὴν ἀξία τῆς βυζαντινῆς τέχνης. Μάλιστα
πολλοί ποὺ δὲν ἔχουν καὶ εὐλάβεια, ἀκόμη καὶ ἄθεοι, πᾶνε σιγά-σιγὰ καὶ
ξεσκεπάζουν τὶς παλιές τοιχογραφίες ποὺ ἔχουν σκεπαρνιές. Ἔτσι καὶ ὅλα
αὐτὰ ποὺ πετοῦν τώρα γιὰ ἄχρηστα σιγά-σιγὰ θὰ τὰ ἀναζητήσουν.
Βλέπεις καὶ μὲ τὴν
βυζαντινή μουσική πῶς τὰ πράγματα ἔρχονται στὴν θέση τους; Μικρά παιδιά ἔχουν
μάθει βυζαντινή μουσική. Παλιότερα δύσκολα εὕρισκες ἕναν ποὺ νὰ ἤξερε βυζαντινή
μουσική. Τώρα μικρά παιδιά ξέρουν, καὶ οἱ ἄλλοι προβληματίζονται μετά. Καὶ τί
γλυκά «γυρίσματα» ἔχει ἡ βυζαντινή μουσική! Ἰδίως τὰ καθαρά βυζαντινά ἔχουν
διάφορα ὄμορφα, γλυκά γυρίσματα. Ἄλλα λεπτά σάν τὸ ἀηδόνι, ἄλλα σάν ἁπαλό
κυματάκι, ἄλλα δίνουν μία μεγαλοπρέπεια. Ὅλα ἀποδίδουν, τονίζουν τὰ θεία
νοήματα. Ὅμως σπάνια νὰ ἀκούσης αὐτὰ τὰ ὄμορφα γυρίσματα. Οἱ περισσότεροι
ποὺ ψέλνουν τὰ λένε λειψά, κουτσουρεμένα, καλουπωμένα. Ἀφήνουν κενά, τρύπες!
Καὶ τὸ κυριώτερο, τὰ λένε χωρίς τόνο. Ἀπορῶ· δὲν ἔχουν ὀξεῖες αὐτὰ τὰ
βιβλία τους; Σάν τὴν σημερινή γραμματική εἶναι χωρίς τόνους, χωρίς ὀξεῖες;
Τελείως ρηχά τὰ λένε. Ὅλα τὰ πάνε ἴσια, λές καὶ πέρασε ὁδοστρωτήρας καὶ τὰ
ἰσοπέδωσε ὅλα! «Πά-νή-ζῶ, πά-νή-ζῶ», πανίζουν-πανίζουν τὸν φοῦρνο καὶ ψωμί δὲν
βγάζουν! Ἄλλοι πάλι τονίζουν χωρίς καρδιά καὶ τσιρίζουν. Ἄλλοι τὰ τονίζουν ὅλα
δυνατά, τὰ λένε καὶ ὅλα ἴσια, ὅλα καρφωτά, καὶ νομίζεις χτυποῦν καρφιά μὲ τὸ
σκεπάρνι. Ναί, ἀλήθεια, ἤ τελείως ἄτονα ἤ σκληρά! Δὲν σὲ ξεσηκώνουν ἐσωτερικά·
δὲν σὲ ἀλλοιώνουν. Ἐνῶ πόσο γλυκειά εἶναι ἡ καθαρή βυζαντινή μουσική!
Εἰρηνεύει, μαλακώνει τὴν ψυχή. Ἡ σωστή ψαλμωδία εἶναι τὸ ξεχείλισμα τῆς
ἐσωτερικῆς πνευματικῆς καταστὰσεως. Εἶναι θεία εὐφροσύνη! Δηλαδή εὐφραίνεται ἡ
καρδιά ἀπὸ τὸν Χριστό καὶ μὲ καρδιά εὐφροσύνη μιλάει ὁ ἄνθρωπος στὸν Θεό.
Ὅταν συμμετέχη
κανεὶς σ’ αὐτὸ ποὺ ψάλλει, τότε ἀλλοιώνεται, μὲ τὴν καλή ἔννοια, καὶ ὁ ἴδιος
καὶ οἱ ἄλλοι ποὺ τὸν ἀκοῦνε. Πρίν ἀπὸ χρόνια κάποιος παλιός ψάλτης πῆγε στὸ
Ἅγιον Ὅρος καὶ ἔγινε ρεζίλι. Οἱ Πατέρες ἔψελναν παραδοσιακά. Τὸν πῆραν καὶ
αὐτόν μαζί τους νὰ ψάλη, ἀλλὰ αὐτός δὲν ἔκανε τὰ «γυρίσματα», γιατί δὲν τὰ
ἤξερε. Οἱ Ἁγιορεῖτες τὰ εἶχαν ἀπὸ παράδοση. Μετά προβληματίσθηκε καὶ αὐτός καὶ
μερικοί ἄλλοι. Μπῆκε ἡ καλή ἀνησυχία, ἔψαξαν, διάβασαν, ἄκουσαν παλιούς
παραδοσιακούς ψάλτες καὶ βρῆκαν τὰ «γυρίσματα»ποὺ εἶχαν οἱ παλιοί.
Καὶ οἱ Τοῦρκοι τὴν
μουσική τὴν πῆραν ἀπὸ τὸ Βυζάντιο, ὅταν ἦρθαν στὴν Μικρά Ἀσία. Γι’ αὐτὸ οἱ
τουρκικοί ἀμανέδες, κατὰ κάποιο τρόπο, συγκινοῦν, καὶ λέει ὁ λαός: «Τουρκικά νὰ
τραγουδᾶς, γαλλικά νὰ μιλᾶς καὶ ἑλληνικά νὰ γράφης». Ὄχι ὅτι ὅλοι οἱ Τοῦρκοι
ἔχουν καλή φωνή, ἀλλά, ἀκόμη καὶ ὅσοι δὲν ἔχουν, τραγουδοῦν μὲ καημό, μὲ
μεράκι. Μερικοί δικοί μας δὲν ξέρουν ὅτι οἱ ἀμανέδες εἶναι βυζαντινοί καὶ λένε
πώς ἐμεῖς πήραμε τὴν βυζαντινή μουσική ἀπὸ τούς Τούρκους! Μά οἱ Τοῦρκοι, ὅταν
ἦρθαν ἀπὸ τὰ βάθη τῆς Ἀσίας, δὲν εἶχαν οὔτε μουσική οὔτε ἄλλο τίποτε καὶ πῆραν
τὸν ἦχο ἀπὸ τὴν βυζαντινή μουσική.
ΧΩΡΙΣ ΠΙΣΤΗ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΣΤΑΘΗ Ο ΚΟΣΜΟΣ
Πήγαιναν νὰ
καταργήσουν τὴν θρησκεία, γιατί νόμιζαν ὅτι ἡ θρησκεία δημιουργεῖ προβλήματα.
Τώρα σιγά-σιγὰ βλέπουν ὅτι ὁ ἄνθρωπος, ὅταν δὲν πιστεύη, δὲν ἔχει φρένο
καὶ γίνεται θηρίο· δὲν μπορεῖ νὰ σταθῆ χωρίς ἰδανικά. Ἕνας δημοσιογράφος πῆγε σὲ
ἕναν παλιό πολιτικό, κομμουνιστή, καὶ τὸν ρώτησε: «Τί πρέπει νὰ προσέξουν οἱ
σημερινοί πολιτικοί γιὰ νὰ πετύχουν καὶ τί γιὰ νὰ μήν ἀποτύχουν;»Καὶ ἐκεῖνος
τοῦ ἀπάντησε: «Ἐμεῖς ἀποτύχαμε, γιατί τὰ βάλαμε μὲ τὴν Ἐκκλησία». Οἱ
κομμουνιστές δηλαδή ποὺ δὲν πιστεύουν, ποὺ δὲν ἔχουν οὔτε ὑλικό ἐνδιαφέρον οὔτε
πνευματικό ἀνέβασμα, κατάλαβαν ὅτι μὲ τὸν Θεό δὲν μποροῦν νὰ τὰ βάλουν. Τώρα
(1) στὴν Σερβία ἄρχισαν νὰ χτίζουν Ναούς σὲ μερικά μέρη. Εἶδαν μετά ἀπὸ
στατιστική ὅτι ὅπου ὑπάρχει Ἐκκλησία ὑπάρχουν λιγώτεροι ψυχοπαθεῖς, γίνονται
λιγώτερα ἐγκλήματα κ.λπ. Δὲν πιστεύουν, ἀλλά, γιὰ νὰ μή δίνουν ψυχοφάρμακα,
κάνουν Ναούς. Ἀφοῦ καὶ ὁ Τσαουσέσκου, παρ’ ὅλο ποὺ ἦταν «τσαούσης τοῦ αἴσχους»,
παρ’ ὅλο ποὺ ἔλεγε ὅτι ὁ Χριστιανισμός εἶναι τὸ ὄπιο τοῦ λαοῦ κ.λπ., ἀλλὰ ἔλεγε
κιόλας ὅτι οἱ Χριστιανοί εἶναι καλοί ἄνθρωποι. Γιατί, ὅσοι πίστευαν, εἶχαν
φρένο· δὲν ἔκαναν ἀταξίες. Ἐνῶ οἱ ἄλλοι ποὺ δὲν πίστευαν, τὰ ἔκαναν
γυαλιά-καρφιά. Πόσους Ἁγίους θὰ ἔχουμε ἀπὸ τὴν Ρωσία! Τώρα τὰ βάζουν μὲ τὸν
Κομμουνισμό. Καὶ οἱ ἄλλοι πῶς πᾶνε νὰ τὰ δικαιολογήσουν ὅλα! «Ὁ Λένιν καὶ ὁ
Μάρξ, λένε, συμφωνοῦσαν μὲ τὸν Χριστό, ἀλλὰ δὲν εἶχαν καταλάβει τὸ πνεῦμα Του,
γι’ αὐτὸ ἔκαναν ἐγκλήματα κ.λπ.». Καὶ αὐτό, γιατί ἔχουν ξεσηκωθῆ οἱ Χριστιανοί:
«Θέλουμε νὰ ἐπανέλθουμε στὴν παλιά μας παράδοση, στὴν θρησκεία μας». Καὶ ἐπειδή
δὲν μποροῦν νὰ συγκρατήσουν τώρα τὸν κόσμο, λένε καὶ αὐτοί: «Νὰ ἐπανέλθουμε
στὴν παλιά μας παράδοση»! Γιατί ὅλα αὐτὰ ποὺ ἔκαναν στὴν Ἐπανάσταση τὰ
ἔκαναν, γιατί τάχα δὲν εἶχαν καταλάβει τὸ πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ!
Θὰ ἔρθη ἡ ὥρα ποὺ
καὶ οἱ ἄπιστοι ἄρχοντες, ὄχι μόνον οἱ πιστοί, θὰ καταλάβουν ὅτι, ἄν δὲν ὑπάρχη
πίστη, δὲν μπορεῖ νὰ σταθῆ ὁ κόσμος, καὶ θὰ ἐπιβάλουν κάπου νὰ πιστεύουν, γιὰ
νὰ κρατοῦν τὸν κόσμο. Μετά ἀπὸ χρόνια, μία μέρα ἄν δὲν κάνης προσευχή, θὰ σὲ
κλείνουν φυλακή! Θὰ δίνης λογαριασμό στὸν ἄρχοντα ἄν προσευχήθηκες ἤ ὄχι!... Θὰ
ἔρθουν ἔτσι τὰ πράγματα στὴν θέση τους.
ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ
ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΛΟΓΟΙ Α'- ΜΕ ΠΟΝΟ
ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΑΝΘΡΩΠΟ
Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ