Κάποτε κάποιος
ἔφτασε σὲ μιὰ ὄαση στὴ μέση τῆς Ἐρήμου τῆς Ἰουδαίας, συνάντησε τὸν
γέρο-Ἐλισσαῖο καὶ τὸν ρώτησε:
– Τί εἴδους ἄνθρωποι
ζοῦν σ’ αὐτὸν τὸν τόπο, γέροντα;
– Τί εἴδους ἄνθρωποι
ζοῦσαν στὸν τόπο σου, παιδί μου; ρώτησε μὲ τὴ σειρά του ὁ γέροντας.
– Μιὰ κοινωνία
ἐγωιστῶν καὶ κακῶν, ἀπάντησε ὁ νεαρός. Εἶμαι χαρούμενος, ποὺ ἔφυγα ἀπὸ κοντά
τους.
–Τοὺς ἴδιους θὰ βρεῖς κι ἐδῶ, παιδί μου, ἀπάντησε στοχαστικὰ ὁ γέρο-Ἐλισσαῖος.
Τὴν ἴδια μέρα πέρασε
ἀπὸ τὴν ὄαση νὰ πιεῖ νερὸ καὶ νὰ ξεκουραστεῖ ἕνας ἄλλος νεαρός, καὶ ρώτησε τὸν
γέρο-Ἐλισσαῖο:
– Γέροντα, τί εἴδους
ἄνθρωποι ζοῦν ἐδῶ;
Ὁ γέροντας ἀπάντησε
μὲ τὴν ἴδια ἐρώτηση:
– Τί εἴδους ἄνθρωποι
ζοῦν στὸν τόπο ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἔρχεσαι, παιδί μου;
Ὁ νεαρὸς ἀπάντησε:
–Μιὰ θαυμάσια ὁμάδα
ἀνθρώπων, φιλική, εἰλικρινής, φιλόξενη. Εἶναι πολὺ λυπηρό, ποὺ πρέπει νὰ τοὺς
ἀφήσω.
– Τὸν ἴδιο τύπο
ἀνθρώπων θὰ συναντήσεις κι ἐδῶ, εἶπε ὁ γέρο-Ἐλισσαῖος.
Ὁ μικρὸς ἐγγονός
του, ποὺ ἄκουσε τὶς συνομιλίες, τὸν ρώτησε, σὰν ἔμειναν οἱ δυό τους:
– Παπποῦ, πῶς
γίνεται νὰ δίνεις τόσο διαφορετικὲς ἀπαντήσεις στὴν ἴδια ἐρώτηση;
Κι ὁ γέρο-Ἐλισσαῖος
ἀπάντησε:
– Ἄκου, παιδί μου. Ὁ καθένας μας κουβαλᾷ στὴν καρδιά τὸ
περιβάλλον στὸ ὁποῖο ζεῖ. Αὐτὸς ποὺ δὲν βρῆκε τίποτα καλὸ
στὰ μέρη ἀπὸ ὅπου πέρασε δὲν θὰ συναντήσει οὔτε κι ἐδῶ κάτι καλό.
Ἐκεῖνος ποὺ
συνάντησε φίλους ἐκεῖ θὰ βρεῖ κι ἐδῶ. Κι αὐτό, διότι στὴν πραγματικότητα ἡ ψυχικὴ στάση εἶναι τὸ μόνο πρᾶγμα στὴ ζωή
μας ποὺ μποροῦμε νὰ ἐλέγχουμε ἀπόλυτα.
Αὐτὸ μὴν τὸ ξεχνᾷς
ποτέ, καθὼς θὰ μεγαλώνεις.
Γιὰ τὴν ἀντιγραφή
Δήμητρα Πετουμένου
Ὁ Κόσμος τῆς
Ἑλληνίδος
ἔτος 60ο –
Νοέμβριος- Δεκέμβριος 2014 – Ἀρ. 606
oikohouse