ΨΑΛΜΟΣ 38
Ψαλ.
38,2 Εἶπα· φυλάξω τὰς ὁδούς μου τοῦ μὴ ἁμαρτάνειν με ἐν γλώσσῃ μου·
ἐθέμην τῷ στόματί μου φυλακὴν ἐν τῷ συστῆναι τὸν ἁμαρτωλὸν ἐναντίον μου.
Ψαλ. 38,2 Είπα και απεφάσισα· να προσέχω όλην την συμπεριφοράν και διαγωγήν μου, ώστε να μη αμαρτάνω με την γλώσσαν μου, παραπονούμενος δια το πλήθος των δοκιμασιών μου και επικρίνων τας μυστηριώδεις, αλλά τόσον αγαθάς, βουλάς του Κυρίου. Απεφάσισα να θέσω φραγμόν εις τα χείλη μου και να μη εκφράσω κανένα παράπονον, καμμίαν κατάκρισιν, όταν ο αμαρτωλός σταθή απειλητικός ενώπιόν μου.
Ψαλ. 38,3
ἐκωφώθην καὶ ἐταπεινώθην καὶ ἐσίγησα ἐξ ἀγαθῶν, καὶ τὸ ἄλγημά μου ἀνεκαινίσθη.
Ψαλ. 38,3
Θεληματικώς έγινα κωφός και άλαλος ενώπιον του πονηρού ανθρώπου. Ετήρησα
ταπεινωμένος απόλυτον σιωπήν, ακόμη και περί διαθέσεων και λόγων και πράξεών
μου αγαθών. Η κατάθλιψις και ο πόνος όμως της ψυχής μου έτσι ανεζωογονήθη και
ηυξήθη.
Ψαλ. 38,4 ἐθερμάνθη
ἡ καρδία μου ἐντός μου, καὶ ἐν τῇ μελέτῃ μου ἐκκαυθήσεται πῦρ. ἐλάλησα ἐν
γλώσσῃ μου·
Ψαλ. 38,4
Φωτιά άναψε μέσα εις την καρδία μου. Ερευνών το πρόβλημα της ευτυχίας των
ασεβών και της φαινομενικής εγκαταλείψεως των δικαίων ησθάνθην να καίη πυρκαϊά
μέσα μου. Τοτε πλέον ωμίλησεν η γλώσσα μου και είπα προς τον Κυριον·
Ψαλ.
38,5 γνώρισόν μοι, Κύριε, τὸ πέρας μου καὶ τὸν ἀριθμὸν τῶν ἡμερῶν
μου, τίς ἐστιν, ἵνα γνῶ τί ὑστερῶ ἐγώ.
Ψαλ.
38,5 Σε παρακαλώ, Κυριε, κατάστησε εις εμέ γνωστόν, πότε θα έλθη το
τέρμα της ζωής μου και ποίος είναι ο αριθμός των ημερών μου, δια να εννοήσω
κατά το διάστημα αυτό και να αναπληρώσω το υστέρημά μου.
Ψαλ.
38,6 ἰδοὺ παλαιστὰς ἔθου τὰς ἡμέρας μου, καὶ ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ
οὐθὲν ἐνώπιόν σου· πλὴν τὰ σύμπαντα ματαιότης, πᾶς ἄνθρωπος ζῶν. (διάψαλμα).
Ψαλ.
38,6 Μετρημέναι και πολύ ολίγαι είναι αι ημέραι μου και η ζωη μου, ως ένα
τίποτε είναι εμπρός εις την αιωνιότητά σου. Τα πάντα εις την ζωήν του ανθρώπου
είναι μάταια. Και αυτός ο άνθρωπος είναι ματαιότης.
Ψαλ. 38,7 μέντοιγε
ἐν εἰκόνι διαπορεύεται ἄνθρωπος, πλὴν μάτην ταράσσεται· θησαυρίζει καὶ οὐ
γινώσκει τίνι συνάξει αὐτά.
Ψαλ. 38,7
Πράγματι σαν μια σκιώδης εικών, που εντός ολίγου σβήνει, πορεύεται ο άνθρωπος
δια μέσου του ορατού αυτού κόσμου. Δεν θέλει όμως να παραδεχθή αυτήν την
αλήθειαν, δια τούτο ταράσσεται και κοπιάζει και μοχθεί. Θησαυρίζει και δεν
γνωρίζει εις ποίον θα αφήση τους θησαυρούς του, όταν θα αποθάνη.
Ψαλ.
38,8 καὶ νῦν τίς ἡ ὑπομονή μου; οὐχὶ ὁ Κύριος; καὶ ἡ ὑπόστασίς μου
παρὰ σοί ἐστιν.
Ψαλ.
38,8 Και τώρα, λοιπόν, αφού τόσον βραχύς είναι ο βίος και
μάταιαι αι προσπάθειαι των ανθρώπων, τι περιμένω εδώ εγώ; Ποιά είναι και ποία
πρέπει να είναι η ελπίς μου; Ελπίς μου δεν είναι ο Κυριος; Βεβαίως. Εις σέ,
Κυριε, εναποθέτω με εμπιστοσύνην όλην μου την ύπαρξιν.
Ψαλ.
38,9 ἀπὸ πασῶν τῶν ἀνομιῶν μου ῥῦσαί με, ὄνειδος ἄφρονι ἔδωκάς με.
Ψαλ.
38,9 Συγχώρησε όλας τας αμαρτίας μου, διότι εξ αιτίας αυτών
επέτρεψες, να γίνω περίγελως των ασεβών ανθρώπων.
Ψαλ.
38,10 ἐκωφώθην καὶ οὐκ ἤνοιξα τὸ στόμα μου, ὅτι σὺ ἐποίησας.
Ψαλ.
38,10 Εγινα κωφός και αμίλητος, δεν ήνοιξα το στόμα μου, δια
να παραπονεθώ, διότι συ επέτρεψες να έλθουν εις βάρος μου αι δοκιμασίαι και αι
θλίψεις αυταί.
Ψαλ. 38,11
ἀπόστησον ἀπ᾿ ἐμοῦ τὰς μάστιγάς σου· ἀπὸ γὰρ τῆς ἰσχύος τῆς χειρός σου ἐγὼ
ἐξέλιπον.
Ψαλ.
38,11 Απομάκρυνε από εμέ τας δικαίας μαστιγώσεις σου, παύσε πλέον
να με τιμωρής, διότι είναι πολύ ισχυρά τα παιδαγωγικά κτυπήματα, που καταφέρει
το παντοδύναμόν σου χέρι, ώστε κινδυνεύω να σβήσω.
Ψαλ. 38,12 ἐν
ἐλεγμοῖς ὑπὲρ ἀνομίας ἐπαίδευσας ἄνθρωπον καὶ ἐξέτηξας ὡς ἀράχνην τὴν ψυχὴν
αὐτοῦ· πλὴν μάτην ταράσσεται πᾶς ἄνθρωπος. (διάψαλμα).
Ψαλ.
38,12 Με τιμωρίας παιδαγωγείς τον άνθρωπον εξ αιτίας των
αμαρτιών του. Ωσάν ιστόν αράχνης εύθραυστον κάνεις την ζωήν του. Χωρίς την
βοήθειάν σου, κάθε άνθρωπος ματαίως ταράσσεται και κοπιάζει και θησαυρίζει.
Ψαλ. 38,13
εἰσάκουσον τῆς προσευχῆς μου, Κύριε, καὶ τῆς δεήσεώς μου, ἐνώτισαι τῶν
δακρύων μου· μὴ παρασιωπήσῃς, ὅτι πάροικος ἐγώ εἰμι παρὰ σοὶ καὶ παρεπίδημος
καθὼς πάντες οἱ πατέρες μου.
Ψαλ. 38,13
Ακουσε, λοιπόν, Κυριε, την προσευχήν μου. Δέξαι την δέησίν μου, ίδε τα
δάκρυά μου, άκουσε τους λυγμούς των θρήνων μου. Μη κωφεύσης, διότι προσωρινός
και ξένος είμαι εις την γην αυτήν, όπως και οι πρόγονοί μου.
Ψαλ.
38,14 ἄνες μοι, ἵνα ἀναψύξω πρὸ τοῦ με ἀπελθεῖν καὶ οὐκέτι μὴ
ὑπάρξω.
Ψαλ.
38,14 Αφησέ με, έστω και επ' ολίγον· πάψε να με τιμωρής,
δια να ανακουφισθώ και να εύρω κάποιαν αναψυχήν, πριν η φύγω από την ζωήν
αυτήν, οπότε και δεν θα υπάρχω πλέον επί της γης.
Θηβαίος Πολίτης
15/3/2020