«Αὐξήσας τήν πρός
Θεόν ἀγάπησιν, πάτερ Αὐξέντιε, καί κοσμικήν στοργήν καταλιπών, θεοφόρε,
κειμήλιον χωρητικόν τοῦ Πνεύματος τῶν χαρισμάτων ἀναδέδειξε» (από την πρώτη ωδή
του κανόνα του Όρθρου της ακολουθίας του αγίου Αυξεντίου, 14 Φεβρουαρίου)
«Αφού αύξησες την αγάπη προς τον Θεό και εγκατέλειψες την στοργή για τα πράγματα του κόσμου, θεοφόρε, αναδείχτηκες κειμήλιο (θησαυρός) των χαρισμάτων που χωρούν στον άνθρωπο εκ του Αγίου Πνεύματος».
«Ο Άγιος Αυξέντιος ασκούνταν στα χρόνια της Δ’
Οικουμενικής Συνόδου (451) σε ένα κελλί που ήταν ένα είδος κλουβιού στο όρος
Οξεία. Όταν έγινε η Σύνοδος ο αυτοκράτορας διέταξε να τον βγάλουν διά της βίας
από το κλουβί, διότι ο ίδιος αρνήθηκε να πάει στην σύνοδο, λέγοντας ότι η
δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας είναι υπόθεση των επισκόπων και όχι των
μοναχών. Οι απεσταλμένοι του αυτοκράτορα τον μετέφεραν στην Κωνσταντινούπολη,
όπου είπε στον αυτοκράτορα: Αγνοώ για ποιο ζήτημα με κάλεσες, αλλά αν δεν
υπάρχει στις αποφάσεις τίποτε που να αντιβαίνει στην πίστη των πατέρων της
Νικαίας (της Α ’Οικουμενικής Συνόδου) και εφόσον έχει διατυπωθεί ορθώς το
μυστήριο της Ενανθρωπήσεως του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, Θεού αληθινού και
ανθρώπου αληθινού εκ της Υπεραγίας και Αειπαρθένου Θεοτόκου, θα το εγκρίνω. Ο
αυτοκράτορας, πλήρης χαράς, ασπάσθηκε την κεφαλή του αγίου και τον έστειλε με
τιμές στην Μεγάλη Εκκλησία, όπου ο πατριάρχης έβαλε να του διαβάσουν τις
αποφάσεις της Συνόδου. Ο άγιος τις ενέκρινε ολόψυχα δοξάζοντας τον Θεό. Μετά
την Σύνοδο εγκαταστάθηκε στο περίφημο Όρος του Αυξεντίου, όπως ονομάστηκε
(σημερινό Κάισνταγκ, υψόμετρο 428 μέτρα), το οποίο το κατέστησε κέντρο του
ησυχαστικού βίου. Στους χριστιανούς που έρχονταν να πάρουν την ευχή του, τους
ενθάρρυνε να περνούν την παραμονή της Κυριακής με αγρυπνία και όχι μόνο να μην
εργάζονται την ημέρα του Κυρίου προς τιμήν της Αναστάσεως, αλλά να διάγουν και
την Παρασκευή εν νηστεία και προσευχή, εις μνήμην του ζωοποιού Πάθους του
Χριστού» («Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας», εκδόσεις ΙΝΔΙΚΤΟΣ, τόμος
έκτος)
Ακούμε συχνά εντός
της Εκκλησίας την φράση: «είμαστε ακατήχητοι οι χριστιανοί σήμερα». Και
φαίνεται αληθινό το γεγονός, εκ των πραγμάτων. Μήπως όμως θα ήταν καλύτερα να
διατυπώσουμε αλλιώς το θέμα: «είμαστε ακατήχητοι πολλοί όσοι δηλώνουμε
χριστιανοί σήμερα». Η κρίση της πανδημίας το αποκάλυψε σε όλες τις διαστάσεις
της. Η κατήχηση δεν είναι θέμα μόνο διδασκαλίας. Είναι θέμα πίστης και όρεξης,
επιθυμίας για τον Χριστό. Δεν είναι κάποιος να σου προσφέρει γνώσεις, παρότι κι
αυτό είναι απαραίτητο. Είναι να ζήσουμε εντός μας την παρουσία του Χριστού και
να κατανοήσουμε βιώνοντας την εμπειρία των πατέρων και των αγίων μας: τα
δόγματα δεν είναι απλώς λεκτικές καταγραφές της αλήθειας και της εμπειρίας της
Εκκλησίας, αλλά είναι αποτύπωση αυτών που ήδη οι πιστοί ζούσαν στις καρδιές
τους και οι κάθε λογής αιρετικοί έρχονταν να διαστρέψουν, ακριβώς διότι έβλεπαν
και συνεχίζουν να βλέπουν τη πίστη νοητικά, συλλογιστικά, ιδεολογικά,
φιλοσοφικά. Αρνούνται τη αποκάλυψη της αλήθειας για τον Τριαδικό Θεό, την
Εκκλησία, τον άνθρωπο (το γιατί πλάστηκε και ποιος είναι ο σκοπός της ζωής
του), όπως αυτή καταγράφτηκε και καταγράφεται τόσο στην Αγία Γραφή όσο και στην
παράδοση της πίστης μας και βιώθηκε στην Εκκλησία.
Οι γνώσεις άλλοτε
παρουσιάζουν ενδιαφέρον γι’ αυτούς που νιώθουν την φωνή του Θεού να δυναμώνει
εντός τους, ενώ άλλοτε είναι παντελώς αδιάφορες, όσο κι αν τις διδαχθεί
κάποιος. Απτό παράδειγμα το μάθημα των Θρησκευτικών ή τα μαθήματα των
κατηχητικών. Στοιχειώδεις γνώσεις για την πίστη και την διδασκαλία της
λαμβάνουν όλοι οι Έλληνες εκ νεότητός τους. Ανεξάρτητα από βιβλία και
εκπαιδευτικούς, τα βασικά υποτίθεται ότι προσφέρονται. Πώς δικαιολογείται το
ακατήχητο λοιπόν; Είναι διότι δεν υπάρχει η δίψα. Και η γνώση μπαίνει στο
περιθώριο του νου ή είναι ακατανόητη, η γνώση δεν είναι καρδιακή. Προς τι τότε
τα κηρύγματα, οι διδαχές, τα μαθήματα; Είναι για όλους, αλλά κυρίως για όσους
αναζητούν. Είναι ακόμη για όσους θα μπορούσαν να αναζητήσουν. Γι’ αυτό και η
Εκκλησία καλεί τους πάντας να ανοίξουν τις καρδιές τους.
Υπήρξαν στην ιστορία
της πίστης άγιοι οι οποίοι δίδασκαν με απλότητα και, κάποτε, με απλοϊκότητα. Αυτοί
δεν καθόρισαν την διδασκαλία της Εκκλησίας, καθότι είχαν επίγνωση των
χαρισμάτων και των ορίων τους. Την επιβεβαίωσαν όμως με το φωτισμό του Αγίου
Πνεύματος, τον οποίο είχε η καρδιά τους λάβει, καθιστάμενοι κειμήλια,
θησαυροφυλάκια, αξιομνημόνευτα πρόσωπα. Έτσι, αυτό που ζούσαν, το πρόσφεραν και
στους άλλους. Και όταν χρειαζόταν, γίνονταν σφραγίδες της γνησιότητας των
διδασκαλιών με το πνευματικό τους κύρος, κυρίως όμως με την βεβαιότητα της
εμπειρίας τους. Εκείνοι έσπευδαν μάλιστα, να ανταποκριθούν στην κλήση του Θεού
και να διδάξουν με απλότητα τους πολλούς να ξεκινούν από την καθημερινότητα της
ζωής και μετά να ασχολούνται με την βαθιά θεολογία. Και η καθημερινότητα
έγκειται στην πίστη στην Ανάσταση του Χριστού.
Αυτή η πίστη στην
ζωή της Εκκλησίας μας γιορτάζεται κάθε Κυριακή! Η γιορτή ξεκινά το Σάββατο, με
την τέλεση του Εσπερινού και ολοκληρώνεται νωρίς το απόγευμα της Κυριακής. Αντί
για κηρύγματα θεολογίας, οι άγιοι δίδασκαν το απλό, μα τόσο δύσκολο να τηρηθεί:
γιόρτασε του Χριστού την Ανάσταση! Γιόρτασε μαζί και την δική σου ανάσταση!
Εκκλησιάσου! Προσευχήσου! Αγρύπνησε! Ομόρφυνε την εβδομάδα σου δίνοντάς της
νόημα με κέντρο της τη Κυριακή, την ημέρα του Κυρίου! Προετοιμάσου με την
νηστεία της Παρασκευής, η οποία είναι μία συνεχής υπόμνηση ότι πριν την
ανάσταση προηγείται το πάθος, πριν την ζωή ο θάνατος, πριν το φως το σκοτάδι. Αλλά
πάθος, θάνατος, σκοτάδι δεν είναι ικανά να καταπιούν την ελπίδα μας, διότι ο
Χριστός τα κρατά στον ελάχιστο χρόνο, στην στιγμή τους δηλαδή! Και κάνει την
ζωή μας Κυριακή, ανάσταση, χαρά! Και δεν υπάρχει ωραιότερη βίωση του δόγματος
της ενανθρώπησης του Χριστού, της ένωσης των δύο φύσεων, της θείας και της
ανθρώπινης στο πρόσωπό Του, από την αναστάσιμη πανήγυρη που τελείται κάθε Κυριακή
στην Εκκλησία, με την υμνολογία, την θεία λειτουργία, την συνάντηση των
χριστιανών και την μετοχή τους στο σώμα και το αίμα του Κυρίου, του
σταυρωθέντος και αναστάντος, την χαρά της αγάπης που είμαστε κοινότητα!
Χρειαζόμαστε κατήχηση οι χριστιανοί ή όσοι
θέλουμε να είμαστε χριστιανοί. Η γνώση χρειάζεται. Η βίωση όμως της αλήθειας
της πίστης είναι εφαρμοσμένη δογματική. Ας αφυπνιστούμε και με τις πρεσβείες
των αγίων μας ας δώσουμε την μαρτυρία της ανάστασης και της ζωής. Κι ας φρίττει
το κοσμικό πνεύμα, το πνεύμα του φόβου, της αγωνίας, του θανάτου όταν μας
βλέπει να εκκλησιαζόμαστε, να νηστεύουμε, να κοινωνούμε, να γιορτάζουμε. Η
πίστη είναι το νόημα!
π. Θεμιστοκλής
Μουρτζανός
Κέρκυρα, 14
Φεβρουαρίου 2021
Του Οσίου Αυξεντίου
proskynitis