Βίος Οσίου Γεράσιμου του Ιορδανίτη
Όσιος Γεράσιμος υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους αναχωρητές και διέλαμψε στην Παλαιστίνη κατά τον 5ο αιώνα. Γεννήθηκε στη Λυκία, άγνωστο ακριβώς ποιο έτος. Πολύ νέος οδήγησε τα βήματα του σε μοναστήρι της περιοχής, όπου διδάχτηκε τα εγκύκλια γράμματα. Ενώ εκεί εκάρη μοναχός δεν εγκαταβίωσε, αλλά επέλεξε τον αναχωρητικό τρόπο ζωής, ασκούμενος σε έρημο τόπο, κοντά στο μοναστήρι, για πολλά χρόνια.
Το έτος 451
πραγματοποίησε προσκυνηματική επίσκεψη στους Άγιους Τόπους. Για μικρό διάστημα
έμεινε στην περιοχή της Νεκράς Θαλάσσης ασκούμενος στην προσευχή και τη
νηστεία, αλλά το 455 πήγε στην έρημο του Ιορδάνη. Και στο σημείο όπου στάθμευσε
ο Ιωσήφ για να ξεκουραστεί ο ίδιος με την Υπεραγία Θεοτόκο και το βρέφος Ιησού,
ενώ τους οδηγούσε στην Αίγυπτο για να αποφύγει τη μανία του Ηρώδη, σύμφωνα με
μεσαιωνική παράδοση έκτισε Μονή ο όσιος Γεράσιμος, ο επικαλούμενος Ιορδανίτης. Βρίσκεται
στη νοτιοανατολική κοιλάδα της Ιεριχώ.
Ο έμπειρος ήδη στη
μοναστική ζωή όσιος ιδρυτής εφάρμοσε στη Λαύρα του πρωτότυπο σύστημα, συνδυάζοντας
για μεν τους αρχάριους την κοινοβιακή, για δε τους προχωρημένους πνευματικά την
αναχωρητική ζωή. Προς το σκοπό αυτό στο μέσον της Λαύρας του υπήρχαν κελιά για
τους πρώτους που ζούσαν από κοινού, αλλά γύρω από αυτήν άλλα κελιά όπου έμεναν
οι ερημίτες η «τέλειοι» και απείχαν αρκετά μεταξύ τους, ώστε να μην αλλοιώνεται
το γνήσιο πνεύμα της ερημικής και ήσυχης ζωής. Οι «τέλειοι», από Δευτέρα ως
Παρασκευή, ζούσαν εντελώς μόνοι, σε άκρα απομόνωση και προσευχή. Το Σάββατο
όμως και την Κυριακή συγκεντρώνονταν όλοι στο κοινόβιο του άγιου Γερασίμου,
ώστε να συμμετάσχουν στον Εσπερινό του Σαββάτου και τη θεία Λειτουργία της
Κυριακής, να εξομολογηθούν στον ηγούμενο και να ακούσουν τις πνευματικές
συμβουλές και κατευθύνσεις του. Αφού δε εφοδιάζονταν με ψωμί, νερό και φύλλα
φοινίκης (έπλεκαν όλοι τους καλάθια) επέστρεφαν στο σημείο της ασκήσεως τους.
Ας σημειωθεί εδώ,
για να φανεί το μέγεθος και η δυσκολία της ασκήσεως αυτής, ότι δεν έτρωγαν
μαγειρεμένη τροφή παρά μόνον το Σάββατο και την Κυριακή, διότι τις άλλες ήμερες
της εβδομάδος δεν άναβαν στις καλύβες τους ούτε φωτιά, ούτε λύχνο «ἀλλ' ἤσαν
ἀκτήμονες καί ταπεινόφρονες καί τῶν παθῶν καί τῆς σαρκός αὐτοκράτορες». Και πώς
ήταν δυνατό να συμβεί διαφορετικά, όταν ο πνευματικός και Γέροντας τους όσιος
Γεράσιμος παρέμεινε «άσιτος» (χωρίς τροφή) στη διάρκεια της Τεσσαρακοστής,
αρκούμενος «τη, μεταλήψει και μόνη των θείων μυστηρίων»; Αυτός όμως ο τόσον
αυστηρός νηστευτής και ασκητής, ο «εραστής των υπερκοσμίων», ήταν ταυτόχρονα
και «ταμιείον φιλανθρωπίας».
Τα αγιολογικά
κείμενα συνδέουν τον όσιο Γεράσιμο με την ψυχωφελή διήγηση εξημερώσεως ενός
λιονταριού, θέλοντας να δείξουν ότι με την άκρα αρετή του «ἐγένετο ὡς ἄλλος
Ἀδάμ, δυνάμενος, ὡς ὁ πρωτόπλαστος, νά δαμάση ὄχι μόνον τόν ἑαυτόν τοῦ ἀλλά καί
τά ἄγρια θηρία». Και βέβαια αυτό έγινε, όχι «ὡς ψυχήν λογικήν ἔχοντος τοῦ
λέοντος, ἀλλ' ὡς τοῦ Θεοῦ θέλοντος τούς δοξάζοντας αὐτόν δοξᾶσαι... καί δεῖξαι
ἠμίν ποίαν ὑποταγήν εἶχον τά θηρία πρός τόν Ἀδάμ, πρίν αὐτόν παρακοῦσαι τῆς
ἐντολῆς καί τῆς ἐν παραδείσω τρυφῆς ἐκπεσεῖν».
Η αφήγηση αυτή, που
περιέλαβε ο Ιωάννης Μόσχος στο «Λειμωνάριον», έχει ως έξης (σε απόδοση μας στη
νεοελληνική):
Ένα περίπου μίλι
μακριά από τον άγιο ποταμό Ιορδάνη υπάρχει η Λαύρα (Μονή) η λεγόμενη του Aγίου Aββά Γερασίμου. Κάποτε
που πήγαμε εκεί, οι πατέρες που εγκαταβίωναν και αυτήν μας διηγήθηκαν τα έξης
για τον άγιο τούτο: Μια μέρα καθώς περπατούσε ο όσιος Γεράσιμος κοντά στην όχθη
του Ιορδάνη, συναντήθηκε με ένα λιοντάρι που ούρλιαξε πάρα πολύ εξαιτίας του
ποδιού του. Διότι ένα κομμάτι από καλάμι είχε μπει στο πόδι του, με αποτέλεσμα
αυτό να πρηστεί και να γεμίσει πύον. Μόλις λοιπόν είδε το λιοντάρι τον Γέροντα,
τον πλησίασε και του έδειχνε το πληγωμένο πόδι του εξαιτίας του καλαμιού,
κλαίγοντας κατά κάποιο τρόπο και περιμένοντας να λάβει απ’ αυτόν τη θεραπεία
του. Καθώς ο Γέροντας είδε το λιοντάρι να βρίσκεται σε τέτοια ανάγκη, αφού
κάθισε, πήρε το πόδι του, χάραξε το σημείο εκείνο, έβγαλε το καλάμι και πολύ
πύον, καθάρισε πολύ καλά το τραύμα κι αφού το έδεσε με κάποιο πανί, άφησε το
λιοντάρι να φύγει. Το λιοντάρι όμως αφού θεραπεύτηκε, δεν εγκατέλειψε τον
Γέροντα, αλλά σαν γνήσιος μαθητής τον ακολουθούσε όπου κι αν πήγαινε, αυτός δε
θαύμαζε για την τόσο μεγάλη ευγνωμοσύνη του θηρίου. Από τότε λοιπόν ο Γέροντας
έτρεφε το λιοντάρι, δίνοντας του ψωμί και βρεγμένα όσπρια.
Η Λαύρα είχε έναν
γάιδαρο για να καβαλάει νερό προς εξυπηρέτηση των μοναχών, διότι έπαιρναν νερό
από τον άγιο Ιορδάνη. Από τη Λαύρα ο ποταμός απέχει ένα μίλι. Συνήθιζαν λοιπόν
οι πατέρες να αναθέτουν στο λιοντάρι την ευθύνη για να βόσκει τον γάιδαρο στην
όχθη του Ιορδάνη. Κάποτε όμως ενώ το λιοντάρι έβοσκε το γάιδαρο, αυτός
απομακρύνθηκε κάπως, ξαφνικά, καμηλιέρηδες που έρχονταν από την Αραβία, βρήκαν
τον γάιδαρο και τον πήραν μαζί τους.
Το λιοντάρι, επειδή
έχασε τον γάιδαρο, γύρισε στη Λαύρα πολύ στενοχωρημένο και άκεφο. Ο Γέροντας
Γεράσιμος νόμισε ότι το λιοντάρι έφαγε τον γάιδαρο, και του λέει- που είναι ο
γάιδαρος; Το λιοντάρι στεκόταν σιωπηλό σαν άνθρωπος, με σκυμμένο το κεφάλι. Του
λέει ο Γέροντας, το έφαγες; Ας είναι δοξασμένος ο Κύριος. Αυτό όμως που έκανε ο
γάιδαρος, από εδώ και στο έξης θα το κάνεις εσύ. Από τότε λοιπόν το λιοντάρι,
με εντολή του Γέροντος, φορτωνόταν τις τέσσερις στάμνες και κουβαλούσε νερό.
Κάποια μέρα
επισκέφθηκε τον Γέροντα ένας στρατιώτης. Βλέποντας το λιοντάρι να κουβαλάει το
νερό, όταν έμαθε το λόγο, το λυπήθηκε. Βγάζει λοιπόν τρία νομίσματα και τα
δίνει στους μοναχούς για ν’ αγοράσουν γάιδαρο να τους μεταφέρει το νερό και για
ν’ απαλλάξουν το λιοντάρι από αυτήν την υπηρεσία. Ύστερα από κάποιο διάστημα, ο
καμηλιέρης που είχε κλέψει τον γάιδαρο, πήγαινε και πάλι να πουλήσει σιτάρι
στην Ιερουσαλήμ, έχοντας μαζί τον και το υποζύγιο αυτό. Όταν πέρασε τον
Ιορδάνη, κατά σύμπτωση συναντήθηκε με το λιοντάρι. Βλέποντας το, φοβήθηκε,
άφησε τις καμήλες και έφυγε. Το λιοντάρι αναγνώρισε τον γάιδαρο, έτρεξε κοντά
του, πήρε με το στόμα του, όπως συνηθίζεται, το καπίστρι και τον έσυρε μαζί Με
τις τρεις καμήλες, ενώ ταυτόχρονα και χαιρόταν και φώναζε γιατί βρήκε τον
γάιδαρο που είχε χάσει.
Έτσι παρουσιάστηκε
μπροστά στον άγιο Γεράσιμο. Τότε κατάλαβε ότι είχε συκοφαντηθεί το λιοντάρι. Γι’
αυτό του έδωσε το όνομα Ιορδάνης. Το λιοντάρι έζησε μαζί με τον Γέροντα στη
Λαύρα επί πέντε χρόνια κι ήταν πάντοτε αχώριστοι μεταξύ τους.
Όταν όμως απεδήμησε
προς τον Κύριο ο Aββάς Γεράσιμος και οι πατέρες τον έθαψαν, κατ' οικονομίαν του Θεού το
λιοντάρι δεν βρισκόταν στο μοναστήρι. Ύστερα από λίγο ήρθε το λιοντάρι και
αναζητούσε τον Γέροντα. Τότε ο μαθητής του Γέροντα και ο Aββάς Σαββάτιος,
βλέποντας το λιοντάρι, του λένε: Ιορδάνη, ο Γέροντας μας μάς άφησε ορφανούς και
απεδήμησε προς τον Κύριο έλα όμως, φάε. Το λιοντάρι δεν ήθελε να φάει. Γύριζε
τα μάτια του από ‘δώ και από ‘κει συνέχεια για να ‘δεί τον Γέροντα, και μη
αντέχοντας την απουσία του εβρυχάτο δυνατά. Όταν ο Aββάς Σαββάτιος και
οι άλλοι πατέρες είδαν την αντίδραση αυτή του λιονταριού, χαϊδεύοντας τη ράχη
του, του έλεγαν αναχώρησε προς τον Κύριο ο Γέροντας και μας άφησε. Αλλά και μ’
αυτά δεν μπορούσαν να ηρεμήσουν το λιοντάρι ούτε από τους βρυχηθμούς ούτε από
τον πόνο του. Και όσο αυτοί νόμιζαν ότι θα το ηρεμήσουν Με τα λόγια και θα το
αλλάξουν, τόσο περισσότερο αυτό φώναζε και με δυνατότερες κραυγές αύξανε το
θρήνο, δείχνοντας με τις φωνές και το πρόσωπο του και τα μάτια του τη λύπη που
αισθανόταν μη βλέποντας τον Γέροντα.
Τότε του λέει ο Aββάς Σαββάτιος: Έλα
μαζί μου, αφού δε μας πιστεύεις, θα σου δείξω το μέρος όπου είναι θαμμένος ο
Γέροντας μας. Και αφού πήρε το λιοντάρι το οδήγησε στο σημείο που τον είχαν
θάψει. Η απόσταση ήταν μισό μίλι από την εκκλησία. Και αφού στάθηκε ο Aββάς Σαββάτιος πάνω
από τον τάφο του Γέροντα Γερασίμου, λέει στο λιοντάρι: Εδώ είναι ο Γέροντας
μας. Και γονάτισε. Καθώς είδε πως ο Σαββάτιος έβαλε μετάνοια, το λιοντάρι
χτυπώντας δυνατά το κεφάλι του στη γη και βγάζοντας δυνατές κραυγές, πέθανε
πάνω στον τάφο του Γέροντα.
Αυτό έγινε, όχι
επειδή το λιοντάρι είχε ψυχή λογική, αλλά διότι ο Θεός ήθελε να δοξάσει αυτούς
που τον τιμούν όχι μόνον ενόσω ζουν, αλλά και μετά θάνατον. Και διότι ήθελε να
δείξει τί είδους υποταγή είχαν στον Αδάμ τα θηρία προτού αυτός να παρακούσει
στην εντολή του Δημιουργού του και χάσει έτσι τη χαρά του παραδείσου (Migne 87, Μερος Γ'). Το μακάριο και οσιακό τέλος του αγίου Γερασίμου επήλθε
στις 5 Μαρτίου του έτους 475, όταν πατριάρχης Ιεροσολύμων ήταν ο Αναστάσιος Α'
(458-478). Τον διαδέχθηκαν στην ηγουμενία και τη διοίκηση της Λαύρας οι
συνασκητές του Στέφανος και Βασίλειος. Όταν το έτος 614 κατέλαβαν οι Πέρσες την
Παλαιστίνη κατέστρεψαν και το μοναστήρι του αγίου Γερασίμου. Το 820 αναφέρεται
ότι λειτουργούσε, αλλά το 1177 ήταν τελείως ερειπωμένο. Ο βυζαντινός
αυτοκράτορας Μανουήλ Κομνηνός το επισκεύασε (12ος αιώνας).
Στα ερείπια του Ιστορικού αυτού μοναστηριού ανοικοδομήθηκε τον 19ο αιώνα η σημερινή λαμπρή Μονή, η οποία απέξω «φαίνεται σαν ρωμαϊκό φρούριο». Στη βορινή πλευρά υπάρχει τρίκλιτος ναός αφιερωμένος στον όσιο Ιδρυτή Γεράσιμο και στους άγιους Ευθύμιο, Ζωσιμά και την οσία Μαρία την Αιγυπτία. Τμήμα από μωσαϊκό δάπεδο του 6ου αιώνα σώζεται στο βόρειο κλίτος, ενώ στον 12ο αιώνα ανήκει ο υπόλοιπος εσωτερικός διάκοσμος. Υπάρχει επίσης και το παρεκκλήσιο το αφιερωμένο στην Άγια Οικογένεια. Το όλο μοναστηριακό συγκρότημα εντυπωσιάζει και κατανύσσει τους πολυπληθείς προσκυνητές, έτσι όπως στέκεται αγέρωχο Με την ελληνική σημαία να κυματίζει μέσα στην έρημο του Ιορδάνη-Η μνήμη του οσίου Γερασίμου του Ιορδανίτη τιμάται από την Εκκλησία μας στις 4 Μαρτίου.
Στίχος
Ὑπηρέτης θὴρ τῷ Γερασίμῳ γέρας, Θῆρας παθῶν κτείναντι πρὶν λῆξαι βίου. Τῇ δὲ τετάρτῃ Γεράσιμος βιότοιο ἀπέπτη.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῆς ἐρήμου οἰκήτωρ, Ἀσκητῶν ἀκροθίνιον, καὶ ἀγγελικῆς πολιτείας ἀναδέδειξαι ἔσοπτρον, τοῦ Πνεύματος τῇ αἴγλῃ λαμπρυνθείς, Γεράσιμε Ὁσίων καλλονὴ· διὰ τοῦτο θεραπεύεις διαπαντός, τοὺς πίστει ἐκβοῶντάς σοι· δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον.
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Χριστῷ ἐκ νεότητος, ἀκολουθήσας πιστῶς, ζωὴν τὴν ἰσάγγελον, ἐπολιτεύσω σαφῶς, Γεράσιμε Ὅσιε· σὺ γὰρ ἐν Ἰορδάνου, διαλάμψας τῇ χώρᾳ, θῆρα καθυποτάσσεις, τῇ στερρᾷ σου ἀσκήσει· Χριστὸς γὰρ ὃν ἐδόξασας, λαμπρῶς σε ἐθαυμάστωσε.
Κοντάκιον.
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης
σήμερον.
Ὡς ἀστὴρ οὐράνιος ἐξανάτειλας, ἱερῶς ἐφαίδρυνας, τῶν ἀρετῶν σου τῷ φωτί, τοῦ Ἰορδάνου τὴν ἔρημον, Ὅσιε Πάτερ, θεόφρον Γεράσιμε.
Κάθισμα
Ἦχος α'. Τοῦ λίθου
σφραγισθέντος
Τὴν κλίμακα τῶν
θείων ἀρετῶν διανύσας, πρὸς νοητῆς θεωρίας ἀνελήλυθας ὕψος, καὶ θείων μυστηρίων
τοῦ Χριστοῦ, ἐμφάσεις ὑπεδέξω καθαράς, διὰ τοῦτο, θεοφόρε, σὲ εὐσεβῶς τιμῶμεν
καὶ βοῶμεν· Δόξα τῷ ἐνισχύσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ
ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τῶν Ἀγγέλων
ὁ μιμητής, καὶ τῶν Μοναζόντων, γνώμων θεῖος καὶ ὁδηγός· χαίροις ἀπαθείας, τὸ
φωτοφόρον σέλας, Γεράσιμε παμμάκαρ, Ὁσίων καύχημα.
xristianos