Ο έμπορος Κουσμιτσώφ με τον μικρό του ανεψιό Γεγκόρ και τον φίλο του παπα-Χριστόφορο, ταξιδεύοντας κάποτε μέσα στην απέραντη ρωσική στέπα, σταμάτησαν στο πανδοχείο του Εβραίου Μωυσή Μωυσέγιτς. Ο Μωυσής είχε για βοηθό έναν παράξενο αδελφό του, τον Σολομώντα. Όταν ο Σολομών μπήκε με ένα μεγάλο δίσκο για να σερβίρει το τσάι στους επισκέπτες, τους κοιτούσε ειρωνικά και χαμογελούσε παράξενα. Το χαμόγελο αυτό ήταν πολύ περίπλοκο. Εξέφραζε πολλά συναισθήματα, εκείνο όμως που υπερίσχυε ήταν η περιφρόνηση. Σαν να περίμενε την κατάλληλη στιγμή για να τους περιγελάσει και να σκάσει στα γέλια.
«Αφού ήπιε πέντ’ έξι
ποτήρια ο Κουσμιτσώφ, καθάρισε μπροστά του το χώρο πάνω στο τραπέζι, πήρε το
σάκο που είχε βάλει για προσκέφαλό του όταν είχε κοιμηθεί (καθ’ οδόν) κάτω από
την άμαξα, έλυσε το σχοινάκι του και τον τίναξε. Από το σάκο έπεσαν στο τραπέζι
δεσμίδες από χαρτονομίσματα.
-Τώρα που έχουμε
χρόνο, παπα-Χριστόφορε, να τα μετρήσουμε, είπε ο Κουσμιτσώφ…
Όταν τελείωσε το
μέτρημα των χρημάτων, τα έβαλε πίσω στο σάκο… Ο παπα-Χριστόφορος συζητούσε με
τον Σολομώντα.
-Λοιπόν, σοφέ Σολομώντα,
πως πάνε οι δουλειές;
-Ποιές δουλειές
εννοείτε; ρώτησε ο Σολομών και κοίταξε τόσο σαρκαστικά, σαν να του είπαν για
κανένα έγκλημα.
-Γενικώς… Με τί
ασχολείσαι;
-Με τί ασχολούμαι;
Με ό,τι και όλοι οι άλλοι… Βλέπετε,
είμαι λακές (=δουλοπρεπής υπηρέτης). Είμαι λακές του αδελφού μου, ο
αδελφός μου είναι λακές των πελατών, οι πελάτες είναι λακέδες του Βαρλάμωφ
(εκατομμυριούχου της περιοχής), ενώ άμα είχα δέκα εκατομμύρια, ο Βαρλάμωφ θα
γινόταν δικός μου λακές. …Γιατί δεν υπάρχει ούτε άρχοντας ούτε εκατομμυριούχος,
που, για ένα καπίκι παραπάνω, δε θα έγλειφε τα χέρια ενός βρωμο-Εβραίου. Τώρα
είμαι βρωμο-Εβραίος και ζητιάνος, όλοι με βλέπουν σαν σκυλί. Αν είχα όμως χρήματα,
ο Βαρλάμωφ θα έκανε μπροστά μου τον καραγκιόζη, όπως ο Μωυσής μπροστά σας… Ο
Βαρλάμωφ, παρόλο που είναι Ρώσος, στην ψυχή του είναι βρωμο-Εβραίος: Όλη του η
ζωή είναι τα χρήματα και τα κέρδη, ενώ εγώ τα χρήματά μου τα έκαψα στο τζάκι.
Δε θέλω ούτε χρήματα, ούτε γη, ούτε πρόβατα, ούτε θέλω να με φοβούνται και να
βγάζουν το καπέλο τους μπροστά μου όταν περνάω. Οπότε είμαι πιο έξυπνος από τον
Βαρλάμωφ σας και μοιάζω περισσότερο με άνθρωπο!
(Ο Μωυσής Μωυσέγιτς
λίγο αργότερα αισθάνθηκε την ανάγκη να απολογηθεί για λογαριασμό του άδελφού
του στους επισκέπτες του).
-…Συγχωρήστε μας, μη
θυμώνετε. Είναι τόσο δύσκολος, τόσο δύσκολος! Είναι και αδελφός μου, αλλά απ’
αυτόν δεν είδα τίποτα άλλο εκτός από πίκρα… Δεν είναι καλά στα μυαλά του.
Τελείως χαμένος… Κανέναν δεν αγαπάει, κανέναν δε σέβεται, κανέναν δε φοβάται…
Ξέρετε, κοροϊδεύει όλον τον κόσμο… Ούτε εμένα αγαπάει… Και δε θέλει τίποτα! Ο
πατέρας μας, όταν πέθανε, άφησε από έξι χιλιάδες ρούβλια στον καθένα μας. Εγώ
αγόρασα το πανδοχείο, παντρεύτηκα και τώρα έχω και παιδάκια, ενώ αυτός τα
χρήματά του τά ’καψε στο τζάκι. Κρίμα, κρίμα! Γιατί τά ’καψε; Αν δεν τα ήθελε,
έπρεπε να τα δώσει σ’ εμένα, αλλά γιατί τά ’καψε;» (Αντόν Τσέχωφ, Η στέπα, σσ.
35-45).
Ο παράξενος Σολομών
έκαμε κάτι, που κανένας δεν μπορούσε να κατανοήσει και να δικαιολογήσει. Όχι
μόνο ο Εβραίος αδελφός του, όχι μόνο ο έμπορος Κουσμιτσώφ, αλλά και ο
Χριστιανός ιερέας, ο παπα-Χριστόφορος, δυσκολευόταν να δώσει απάντηση στην τόσο
«εύλογη» απορία: «Γιατί τά ’καψε;»
Αλήθεια, γιατί;
Το ερώτημα δεν θά
’πρεπε να είναι γιατί τά ’καψε. Αλλά γιατί όλοι μας λίγο-πολύ το θεωρούμε
αδιανόητο κάτι τέτοιο; Γιατί να είναι η αγάπη του πλούτου πλήρως
αδιαπραγμάτευτη και αυτονόητη για όλους μας; Η ειρωνεία του «τρελού» Σολομώντα
χτυπάει κατάμουτρα την παγίδευσή μας στη λατρεία του πλούτου. Στην παγίδα αυτή
αναφέρεται επικριτικά και ο Χριστός, στην ύπουλη υποδούλωση που προκαλεί και
μας ρεζιλεύει, αφού κάνει τον καθένα μας λακέ, δούλο στον οικονομικά λιγάκι
ισχυρότερο. Ή μήπως δεν είμαστε έτοιμοι και μεις για ένα καπίκι να γλείψουμε τα
χέρια του κάθε τοκογλύφου; Να προσκυνήσουμε αδίστακτα τον μαμμωνά;
Γι’ αυτό ο Χριστός
επισημαίνει την απάτη του πλούτου. Μιλάει για την ψευδαίσθηση που μας
δημιουργείται ότι ο πλούτος είναι το παν, το στήριγμά μας, η βάση μας. Πράγμα
που μας απομακρύνει από την «πέτρα της ζωής». Και μας κάνει να ξεχνάμε, ότι
βράχος ατράνταχτος για ν’ ακουμπάνε τα πάντα με σιγουριά, μοναδικό θεμέλιο του
σύμπαντος κόσμου, είναι μόνο ο Χριστός, «ο δρακί την πάσαν έχων κτίσιν, ο
στερεώσας τους ουρανούς πάλαι κατ’ αρχάς». Στην παλάμη του χωράει με άνεση η
κτίση ολόκληρη. Κυβερνάει, συνέχει, συγκρατεί στα δάχτυλά του το παν.
«Ανοίξαντός σου την χείρα τα σύμπαντα πλησθήσονται χρηστότητος, αποστρέψαντος
δε σου το πρόσωπον ταραχθήσονται· αντανελείς το πνεύμα αυτών και εκλείψουσι και
εις τον χουν αυτών επιστρέψουσιν· εξαποστελείς το πνεύμα σου και κτισθήσονται…»
(Ψαλμ. 103, 28-30).
Το απέδειξε
περίτρανα στην έρημο, όταν ένας πολυάριθμος λαός τρεφόταν εξ ολοκλήρου για
σαράντα χρόνια από αυτήν την πηγή της ζωής. Τότε «άρτον εκ του ουρανού έδωκεν
αυτοίς φαγείν» (Ιω. 6, 31). «Άρτον αγγέλων έφαγεν άνθρωπος, επισιτισμόν
απέστειλεν αυτοίς εις πλησμονήν» (Ψαλμ. 77, 25). «Και πάντες το αυτό βρώμα
πνευματικόν έφαγον». Όλοι λάμβαναν με υπερφυσικό τρόπο την ίδια τροφή (το
μάννα) και έπιναν όλοι το ίδιο νερό, που ανέβλυζε «εκ πνευματικής ακολουθούσης
πέτρας, η δε πέτρα ην ο Χριστός» (Α΄ Κορ. 10, 3-4).
Γιατί να μη μπορεί
και σήμερα να γίνει το ίδιο; Λιγόστεψε μήπως η δύναμη του Θεού; Ή μήπως είναι η
δική μας πίστη που εξανεμίστηκε; Όταν η εμπιστοσύνη μας στον Θεό γίνεται φύλλο
και φτερό στον άνεμο, δεν είναι φυσικό να μετατεθεί και η ελπίδα μας; Και να
αγκιστρωθούμε τότε σαν το στρείδι στα λίγα η πολλά αγαθά που έχει ο καθένας
μας, τραγικά θύματα όλοι μας της απάτης του πλούτου;
Και φυσικά ο Θεός
δεν λέει να κάψουμε ανόητα τα λεφτά μας, αλλά να αποδεσμεύσουμε την καρδιά μας
απ’ αυτά. Να πάψουμε να τα λατρεύουμε. Ν’ αποτινάξουμε την παραπλανητική τους
καταδυνάστευση. Να μπορούμε να τα βάλουμε σε χρήση κοινή (εξ ου και χρήματα),
μια και δεν ανήκουν αποκλειστικά σε μας, αλλά και σε πολλοὺς άλλους, που τα
έχουν περισσότερη ανάγκη. Να τα μοιραζόμαστε, ακόμα κι αν έχουμε ελάχιστα. Η
ελπίδα μας να είναι ο Θεός. Να μη διστάζουμε να δώσουμε και το τελευταίο μας
κομμάτι ψωμί, αφήνοντας τον εαυτό μας εντελώς στα χέρια του. «Εαυτούς και
αλλήλους και πάσαν την ζωήν ημών Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα». Όπως η χήρα στον
καιρό του προφήτη Ηλία. Αλλιώς, εμπιστευόμαστε περισσότερο τα «ψιχία» μας και
λιγότερο τον Θεό.
Πού στηρίζουμε
λοιπόν εμείς την ύπαρξή μας; Δυστυχώς για πολλούς μας τα ευτελή ψίχουλα που
διαθέτουμε είναι ο νέος μας θεός. Το νέο είδωλο που προσκυνούμε, αφού κατέχουν
αυτά το κέντρο της καρδιάς μας και όχι ο Θεός. Και όμως, μετά την ανανέωση της
υιοθεσίας μας από τον Θεό, θά ’πρεπε να είμαστε οι «μηδέν έχοντες και πάντα
κατέχοντες» (Β΄ Κορ. 6, 10). Τότε μόνο θα μοιάζαμε με τον άνθρωπο, που είχε
κατά νουν όταν μας έπλαθε ο Θεός.
Ο Κύριος πάντα και
ιδιαίτερα τώρα τη Σαρακοστή, δεν παύει να μας προκαλεί, καλώντας μας να
«εκτείνωμεν χείρας εις ευποιίαν, …πτωχούς αστέγους εισαγάγωμεν εις οίκους,
…δώσωμεν ενδεέσιν άρτον» (Ύμνοι Τριωδίου).
Ιδού λοιπόν, «το
στάδιον ηνέωκται» ενώπιόν μας. Μπορούμε να εισέλθουμε, αν θέλουμε. Ας δείξει ο
καθένας έμπρακτα ποιό δεκανίκι διάλεξε για να στηρίξει τη ζωή του.
π. Δημητρίου Μπόκου
Μεγ. Σαρακοστή 2018
Ἀ ν τ ι ύ λ η
Ἱ. Ναὸς Ἁγ.
Βασιλείου, 481 00 Πρέβεζα