Κατά την διάρκεια της γερμανικής κατοχής ήταν στην Αθήνα. Τότε πρωτογνώρισε μια γριούλα Μοναχή ονόματι Μακαρία, μικρασιάτισσα που καλογέρευε μόνη της σε ένα απέριττο φτωχικό σπιτάκι. Δεν υπήρχαν τότε Μοναστήρια. Ήταν ένας σωστός επίγειος άγγελος. Αξιώθηκα με την ευχή της, έλεγε, να δω κι εγώ ο άθλιος και πανάθλιος ουράνιους Αγγέλους. Αυτή η Γερόντισσα είχε μία εικόνα χάρτινη της Παναγίας της Γλυκοφιλούσας, πολύ θαυματουργή που την είχε φέρει από την Μικρά Ασία.
Μια μέρα τότε στην
κατοχή των Γερμανών με πήγε σε μια σπηλιά στα βουνά της Πεντέλης έξω από την
Αθήνα, για να κάνουμε τριήμερο νηστεία και αγρυπνία και προσευχή για τις
συμφορές της κατοχής , την πείνα, την γύμνια, τα βασανιστήρια της Γκεστάπο, για
τους τόσους σκοτωμούς και [για] όσους υπέφεραν τότε πολλών πολλών ειδών
κακουχίες. Μερικοί πέθαιναν και στον δρόμο απ’ την πείνα. .. Αυτά τα ξέχασαν
τώρα οι Γερμανοί.
Την ημέρα είχαμε
αναμμένο ένα καντηλάκι μπροστά στο άγιο εικόνισμα της Παναγίας. Τη νύχτα το
σβήναμε για να μην γίνουμε αντιληπτοί από τους Γερμανούς.** **Τη δεύτερη όμως
νύχτα, εντελώς ξαφνικά, ένα αστραφτερό ουράνιο τόξο κύκλωσε την εικόνα της
Παναγίας. Λάμψη και ακτινοβολία άλλο πράγμα, έξω απ’ τον γήινο κόσμο που ζούμε.
Δεν άντεξα, έπεσα κάτω, διηγείται ο ίδιος, και άρχισα αμέτρητες στρωτές
μετάνοιες. Δεν ξέρω πόσες έκανα. Κατάκοπος ακούμπησα στον βράχο της σπηλιάς και
με κλειστά τα μάτια άρχισα να λέγω συνεχώς την Ευχή, Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν
με.
Σε λίγο με φωνάζει η
μοναχή και ανοίγοντας τα μάτια μου αντίκρυσα έκπληκτος υπερουράνιες υπάρξεις.
Άγγελοι περνούσαν μπροστά από την εικόνα της Παναγίας. Από τη μια πλευρά της
σπηλιάς έμπαιναν και από την άλλη έβγαιναν. Τι ομορφιά! Η ωραιότητα των Αγγέλων
δεν περιγράφεται. -Τα έλεγε αυτά και έκλαιγε και αυτός που τα άκουσε και αυτός
που τα διηγείτο.- Τα πρόσωπα ολοφώτεινα, ο χιτώνας φωτεινός. Τα μαλλάκια τους
όμορφα ριγμένα προς τα πίσω, οι φτερούγες ανοιχτές. Μόλις έφταναν στην εικόνα
της Παναγιάς μάζευαν τις φτερούγες, σταύρωναν τα χέρια και προσκυνούσαν την
Θεοτόκο.
Έκλεισα τα μάτια
γιατί δεν θεωρούσα τον εαυτό μου άξιο να βλέπει Αγγέλους και μάλιστα μπροστά σε
αυτήν την ουράνια πορεία που είχαν. Έμοιαζαν όλοι, ελάχιστα διέφεραν απλώς και
μόνο για να δείχνουν ότι είναι διαφορετικά πρόσωπα ο ένας από τον άλλον, ενώ
ήσαν κατά πάντα ίδιοι. Δεν σκέφτηκα να παρακαλέσω εκείνη την ώρα την Παναγία να
δώσει ευλογία να μου πουν τα ονόματά τους, αφού τα είχα χάσει. Εκείνη την ώρα
δεν σκέπτεσαι τίποτα, μόνο κοιτάζεις, χαίρεσαι, απορείς, θαυμάζεις και νοιώθεις
απέραντη απέραντη ευτυχία. Ο φόβος εξαφανίζεται. Πέρασαν και Αρχάγγελοι οι
οποίοι ξεχώριζαν λίγο από τους Αγγέλους. Αυτοί είχαν κάτι ρίγες χρυσές πάνω στο
ένδυμά τους.
Θεέ μου και Κύριέ
μου, ανεφώνησα, όντως Σε υπεραξίζει να περιβάλλουν τον ουράνιο θρόνο Σου
τέτοιες εξαίσιες, ακτινοβολούσες, ουράνιες υπάρξεις. Θαυμαστά τα έργα σου
Κύριε, ουράνια και επίγεια. Τι ομορφιά ήταν αυτή Θεέ μου! Τι ομορφιά! Τι
κάλλος! Τι Θεία ευφροσύνη από την άφθαρτη εκείνη ωραιότητα των Αγγέλων!
Αυτή είναι η Πίστις
μας. ...
Και τότε ξαφνικά,
μου είπε** **ο π. Θεόφιλος, τον ρώτησε αν είδε ποτέ και δαίμονες.
Φυσικά, λέει. Όπως
συμβαίνει και σε κάθε πιστό Χριστιανό που αγωνίζεται με την καρδιακή προσευχή,
με το Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με, αλλά με πίστη δυνατή και συγχρόνως με
ταπείνωση.
Να, κι εχθές το
βράδυ είχε έρθει ένας και με ενοχλούσε συνεχώς και δεν μ’ άφηνε να λέω την
Ευχή, ούτε και να κοιμηθώ, να γείρω να ξεκουραστώ λιγάκι έστω και 10 λεπτά.
Τίποτα. Κάποια στιγμή μου λέγει ο δαίμονας,
– Μην λες αυτό το
όνομα, μην τραβάς αυτό το σχοινί -εννοούσε το κομποσχοίνι- κι εγώ δεν θα σε
ξαναπειράξω ποτέ, ούτε και όταν πεθάνεις.
– Ουστ από δω
κοπρόσκυλο, του είπα. Εγώ την ευχή θα την λέγω, γιατί προσκυνώ και πιστεύω στην
σωτηρία και στην παντοδυναμία του ονόματος του Ιησού Χριστού. Γι’ αυτό και στο
Πανάγιον Όνομά Του σε επιτιμώ να εξαφανιστείς αμέσως από μπροστά μου, αφού δεν
έχεις καμμιά εξουσία. Κι εξαφανίστηκε.
Άλλοτε πάλι μόνο με
το Θεοτόκε Παρθένε Χαίρε Κεχαριτωμένη Μαρία, όπως συνέβαινε και με τον μοναχο
του Ιωαννη που αναφέραμε προηγουμένως, οι δαίμονες εγίνοντο άφαντοι αφήνοντας
πίσω τους μια απαίσια βρωμιά. Την δυσωδία όμως των δαιμόνων την διέλυε αμέσως η
ευωδία του Παναγίου Πνεύματος. Έχουν όμως μια άγρια μούρη, πα, πα, πα, πα, πολύ
απαίσια. Όταν ήταν άρρωστος και δεν μπορούσε να σηκωθεί απ’ τις σανίδες που
ήταν ξαπλωμένος, έπαιρνε το μπαστούνι του και λέγοντας την ευχή τους κτυπούσε
με αυτό. Συνήθως έλεγε «δεν τους χωνεύω καθόλου».
Κάποτε είπε στον π.
Θεόφιλο που του διηγείτο όλα αυτά το εξής. Να λέγεις την Ευχή συνεχώς
μέρα-νύχτα και πότε-πότε να παρακαλείς και τους Αρχαγγέλους Μιχαήλ και Γαβριήλ,
και κείνοι θα έρχονται και θα σε σκεπάζουν με τις φτερούγες τους. Όμως κι εσύ
να φυλάγεσαι όσο μπορείς. Γι’ αυτό, ανύστακτη η προσοχή σου στους λογισμούς
σου, στη γλώσσα σου, στις αισθήσεις σου. Και λέγοντας την Ευχή από το βάθος της
καρδιάς σου, θα χορτάσεις Χριστόν.
Θα χορτάσεις
Χριστόν, όπως είπε και κάποιος όταν κοινώνησε. Χόρτασα Χριστόν. Θεέ μου
χόρτασα. ΧΟΡΤΑΣΑ. Για μέρες θα μπορώ να φωνάζω, δεν πεινώ, δεν διψώ. Χόρτασα.
Μόνο όσοι το ένοιωσαν μπορούν να καταλάβουν αυτήν την λέξη. Χόρτασα.
Και μετά θα έρθουν
τα γλυκά τα δάκρυα, τα χαρισματικά και θα πλημμυρίσεις από ουράνια αγαλλίαση
και βεβαιωμένη την ελπίδα της σωτηρίας σου. Μόνο στην Θεία Του μακροθυμία και
ευσπλαχνία προσβλέπουμε, Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με, Κύριε Ιησού Χριστέ
ελέησόν με, Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον ημάς.
Οικτίρμων και
ελεήμων ο Κύριος, μακρόθυμος και πολυέλεος· ουκ εις τέλος οργισθήσεται, ουδέ
εις τον αιώνα μηνιεί.
Σωστό. Ο Κύριος
είναι οικτίρμων και ελεήμων. Ας προσέχουμε όλοι διότι παρακάτω λέγει επί τους
φοβουμένους αυτόν. Είναι ελεήμων και μακρόθυμος αλλά όχι σε αυτούς που ζουν
χωρίς φόβον και ξεδιάντροπα και μακριά από την Εκκλησία και τα Μυστήριά Της. Ο
Ορθόδοξος Χριστιανός που προσεύχεται αληθινά, που συμμετέχει στα Μυστήρια και
προπαντός στην μετάνοια και στην Θεία Κοινωνία, ποτέ δεν είναι μόνος του, πάντα
μαζί του είναι ο Χριστός, η Παναγία και ο Άγγελός του. Αρκεί να λέγει την ευχή.
Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με