Ω, Εσύ των Ουρανών η πλατυτέρα,
που αγκάλιασες τα έθνη
και τους λαούς,
των λαών και των εθνών
η θεία Μητέρα,
π’ όλους της γης ξεχείλισες τους ναούς.
Μάνα, π’ αγνάντια μου είσαι ως θερισμένη
απ’ αστάχυα χλωμότατη
πλαγιά,
κ’ είσαι κ’ η Ελλάδα,
κ’ είσαι η Κοιμωμένη
με σταυρωτά τα χέρια Παναγιά·
Μάνα, που ο νους Σου μοναχά το ξέρει
αν, αντίκρυ στην αγία
Σου εντολή,
η καρδιά μου δεν είναι
ως περιστέρι
αθώα, δοκιμασμένη και καλή.
δώσε την ώρα τούτη (κ’
είναι τώρα
π’ αγγίζουμε τον
ύστερο βυθό
κι αργοσημαίνει η
προαιώνια ώρα)
στην άγια εντολή Σου να σταθώ
ανύσταχτος, στην άκρη
γινώμενος
αγρύπνια μιαν απέραντη
ματιά,
σαν ο Ιησούς Χριστός
Εσταυρωμένος,
σαν οι Άγιοι Παίδες μέσα στη φωτιά!
«Λυρικός βίος», τόμ.
Ε’, Αθήνα 1968, σ.σ. 123-124
ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ ΑΓΓΕΛΟΣ