Ήτανε μεσημέρι κι η Παναγιά
βαρέθηκε να φυλάει
την πόρτα και τ’ αβγά
Έφαγε μούρα στο
καλντερίμι
και κοκκίνισαν τα
χείλη της
Ήπιε νερό στη φιάλη
και δρόσισαν τα χείλη της.
Άφησε το στέμμα, τα
ναπολεόνια, τα φλουριά
έβγαλε τα ρολόγια, τις
χάντρες, τα χαϊμαλιά
κι έπεσε να βουτηχτεί
στο πέλαγο
Μα σαν την είδανε
τα μικρά καλογέρια
τ’ αναιμικά και
δυστυχισμένα
τα τρία καλογέρια
που φόρτωναν χαλίκια
και σκοτωμένα όνειρα
χάθηκε στα νερά
Η Κυρά Παναγιά
με τα χρυσά και τ’ αργυρά.
ΧΑΤΖΗΦΩΤΗΣ Ι.Μ.
«Τ’ Αγιονορείτικα»,
Εκδόσεις Φιλιππότη, Αθήνα 1993, σ. 19