Σ’ ένα μοναστήρι του
Αγίου Όρους, το γνωρίζετε, ιδιόρυθμο ήτανε. Είπε ο παπάς στον αγωγιάτη:
-Κύριε Δημήτριε, μου
φέρνεις και μένα πέντε-δέκα φορτία ξύλα, να κάψω το χειμώνα;
-Θα σου φέρω, παπα-Εφραίμ.
Έφερε.
-Φερ’ τα από ‘δω.
-Όχι από ‘κει, το ζώο
φοβάται, Γέροντα.
-Φερ’ τα από ‘δω, ντε.
Μαλώσανε.
-Ασυγχώρητος.
-Κι εσύ ακοινώνητος.
Έφυγε ο αγωγιάτης πήγε
απάνω στο βουνό. Ο παπάς τώρα τι πρέπει να κάνει; Μπορεί να λειτουργήσει, να
φέρει σε αδιαφορία, ότι εγώ είχα δίκιο; Όχι.. Μπορεί να λειτουργήσει; Όχι. Τι
να κάνει.
Τώρα μάχονται δύο:
«Καλά, αύριο που θά ‘ρθει -γιατί ήτανε βραδάκι- αύριο που θά ‘ρθει ο αγωγιάτης,
του λέω ότι να με συγχωρέσει». Ο άλλος λέει: «Καλά, αν δεν έρθει ο αγωγιάτης
αύριο κι έλαβε ένα τηλεγράφημα από τη γυναίκα του να πάει ότι το παιδί
αρρώστησε, τι θα κάνεις;»
Πάτερ, εδώ είναι ο
θησαυρός του καλογήρου. Προσευχή.
-Παναγία μου, τι να
κάνω; (Το Ιβήρων ήταν το μοναστήρι.)
-Παναγία Πορταΐτισσα, τι να κάνω, βοηθησέ με.
Κεραυνοβόλος έρχεται η
πληροφορία, η έμπνευση, να πούμε, η παρουσία της Παναγίας.
Όλοι μας ξέρομε ότι τα
μοναστήρια τα Αγιορείτικα, όταν βασιλεύει ο ήλιος κλείνουνε. Έχουν όμως κι ένα
πορτάκι μικρό τόσο, που εν καιρώ, σπάνια το ανοίγουν αυτό. Ανάβει λοιπόν ο
παπάς το φανάρι του, περνάει το πορτάκι κι ανεβαίνει απάνω στο βουνό.
-Καλησπέρα σας.
-Καλώς τον παπά.
-Ευλογημένε κύριε
Δημήτρη, να με συγχωρέσεις.
-Θεός σχωρέσου.
Συγχώρεσέ με κι εσύ.
Συγχωρεθήκανε και
κατέβηκε κάτω ο παπάς πάλι και λειτούργησε την άλλη μέρα. Βλέπετε ότι σε κάθε
περίπτωση επιβάλλεται η προσευχή.
Δεν μπορείς εκείνη την
ώρα τι να κάνεις, σαστίζεις δεν ξέρεις τι να κάνεις. «Παναγία μου, τι να κάνω;»
Και σε βοηθάει η
Παναγία. Δεν μπορείς, πάτερ, να λειτουργήσεις.
«Μη τα αμαρτήματά μου
κωλύσωσι ενθάδε παραγενέσθαι το Άγιόν Σου Πνεύμα».
Πάτερ μου, λειτουργάμε,
μεταλαμβάνομε, η χάρις κατέρχεται, αλλά «μη εις κρίμα ή εις κατάκριμα», το λέμε
κι αυτό.
Άγιος Εφραίμ ο
Κατουνακιώτης
pneumatoskoinwnia
orthmad