Κλεισμένοι στο υπερώο των Ιεροσολύμων ήταν οι δέκα μαθητές, αλλά απουσίαζε ο Θωμάς. Και αυτό γιατί τους διακατείχε μεγάλος φόβος μετά από τα όσα έζησαν κατά τη διάρκεια του Πάθους του Διδασκάλου τους. Ιδιαίτερα μετά το μεγάλο γεγονός της Αναστάσεως, ο κίνδυνος καταδίωξής τους ήταν ιδιαίτερα έντονος.
Έτσι εξηγείται γιατί το βράδυ της Αναστάσεως οι μαθητές ήταν τρομοκρατημένοι και βρίσκονταν σε αμηχανία για το τί έπρεπε να πράξουν. Ξαφνικά όμως και χωρίς να ανοίξει η πόρτα του υπερώου εμφανίσθηκε ο Αναστάς Κύριος και είπε: “Ειρήνη υμίν”. Βέβαια δεν εμφανίσθηκε με το φθαρτό ανθρώπινο σώμα, αλλά με το νέο, το αφθαρτοποιημένο. Η εμφάνιση αυτή συνδέεται πιο πολύ με την ανάγκη να τους ενημερώσει και να τους διαβεβαιώσει ότι το έργο της σωτηρίας του ανθρώπου, στο οποίο είχαν κληθεί να γίνουν συνεργοί και αυθεντικοί μάρτυρες, θα συνεχιζόταν. Για να τους στηρίξει λοιπόν στην πίστη και να μην τους αφήσει περιθώρια αμφιβολιών, τους έδειξε τα χέρια και την πλευρά Του προκειμένου να δουν τα σημάδια των πληγών Του που άφησε στο σώμα Του η Σταύρωση.
Παρών και ο Θωμάς
“Μεθ’ ημέρας οκτώ”
στον ίδιο χώρο του υπερώου ο Αναστάς Κύριος πραγματοποιεί νέα εμφάνιση,
παρόντος τώρα και του Θωμά, η οποίος έμελλε να διαδραματίσει σημαντικά ρόλο στη
μαρτυρία του γεγονότος της Ανάστασης του Κυρίου. Όταν είχε έλθει στο χώρο, του
διηγήθηκαν οι άλλοι μαθητές τα όσα συνέβησαν. Εκείνος από υπερβολικό ζήλο για
να συναντήσει τον Κύριο τους είπε: “Εάν μη ίδω εν ταις χερσίν Αυτού τον τύπον
των ήλων, και βάλω τον δάκτυλόν μου εις τον τύπον των ήλων, και βάλω την χείραν
μου εις την πλευράν Αυτού, ου μή πιστεύσω”.
Ο εσωτερικός κόσμος
του Θωμά δεν διέλαθε της προσοχής του Παντογνώστη Κυρίου. Φαινόταν καθαρά η
καλή προαίρεσή του και ο μεγάλος σεβασμός που έτρεφε απέναντι στον Διδάσκαλό
του. Έτσι ο Χριστός αφού του απηύθυνε τον ίδιο χαιρετισμό, είπε αμέσως στον
Θωμά: “Φέρε τον δάκτυλό σου εδώ και βάλε το χέρι σου στην πλευράν μου και μήν
μένεις άπιστος αλλά γίνε πιστός”.
Ο Κύριος του μίλησε
τόσο απλά και ήρεμα που ο Θωμάς συγκλονίστηκε από τα βάθη της ψυχής του.
Δονήθηκαν τόσο όμορφα οι χορδές της καρδιάς του που σε δίκην μουσικής μελωδίας
απέδωσαν στην πιο ωραία αρμονία τη σωτήρια ομολογία: “Ο Κύριός μου και ο Θεός μου”.
Η ομολογία αυτή του
Θωμά που είναι ομολογία πίστεως στην Θεότητα του Κυρίου μας, μπορεί να
αποδίδεται και από τις χορδές της δικής μας καρδιάς και να εκπέμπεται σαν πράξη
καθημερινής ζωής. Αυτό σημαίνει ότι η ομολογία του Θωμά μπορεί να εκφράζεται
στην καθημερινή μας ζωή ως μια γεννήτρια πίστεως που να μας υποκινεί να
επαναλαμβάνουμε κι΄ εμείς με τον δικό μας τρόπο: “Ο Κύριός μου και ο Θεός μου”.
Αγαπητοί αδελφοί, η
ομολογία αυτή δεν μπορεί να περιορίζεται μόνο φραστικά αλλά θα πρέπει να
λειτουργεί σαν οδοδείκτης στην πορεία του κάθε ανθρώπου που αγωνίζεται για να
ενωθεί με το Θεό. Η αναγνώριση της θεότητας του Αναστημένου Κυρίου μας γίνεται
ιδιαίτερα μετά από την άξια συμμετοχή μας στο Ευχαριστιακό Δείπνο, το οποίο μας
προσφέρει σε κάθε Θεία Λειτουργία ως ευκαιρία για να συνδεθεί το θνητό με το
αθάνατο, το φθαρτό με το άφθαρτο, το κτιστό με το άκτιστο. Γι΄ αυτό και μετά τη
μετάληψη της Θείας Κοινωνίας διακηρύσσουμε με βεβαιότητα ότι “είδομεν το Φως το
αληθινόν” στη βάση της εμπειρικής διακήρυξης του Θωμά “Ο Κύριός μου και ο Θεός μου”.
Χριστάκης Ευσταθίου, Θεολόγος.