π. Δημητρίου Ν. Θεοδωροπούλου
Ἂν μοῦ πεῖτε ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ἄναρχος, θὰ διαφωνήσω μαζί σας. Ἂν πάλι μοῦ πεῖτε ὅτι δὲν εἶναι, θὰ ρωτήσω· Τότε γιατί ψάλλουμε: «Τὸν συνάναρχον Λόγον Πατρὶ καὶ Πνεύματι…»[1]; Διαφωνῶ δηλαδὴ καὶ μὲ τὸ ναὶ καὶ μὲ τὸ ὄχι. Μὰ πῶς αὐτό;
Ἂς ξεκινήσουμε τὴν ἀπάντησή μας προσεγγίζοντας ἐτυμολογικὰ
τὴν λέξη ἄναρχος. Ποιὸς εἶναι ἄναρχος; Αὐτὸς ποὺ δὲν ἔχει ἀρχή. Τί σημαίνει
ἀρχή;
Ἡ λέξη ἀρχὴ ἔχει πάμπολλες σημασίες. Ἐμᾶς ἐδῶ μᾶς
ἐνδιαφέρουν δύο ἀπὸ αὐτές.
α) Ἡ χρονικὴ ἢ τοπικὴ σημασία τῆς λέξεως ἀρχή.
β) Ἡ σημασία της ὡς πηγῆς ἢ αἰτίας (πρώτης αἰτίας).
Ὑπὸ τὴν πρώτη σημασία τῆς λέξεως ἀρχὴ (τὴν χρονικὴ
σημασία), ὁ Χριστὸς ὡς Θεὸς (ὡς ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ Πατρὸς) εἶναι
ἄναρχος. Ὡς ἄνθρωπος ὅμως ὄχι.
Ὡς Θεὸς δὲν ἔχει ἀρχὴ χρονική. Δὲν ὑπῆρξε χρόνος κατὰ τὸν
ὁποῖον δὲν ὑπῆρχε ὁ Υἱός, ὅπως ἔλεγε ὁ Ἄρειος. Ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, τὸ
δεύτερον πρόσωπον τῆς ἁγίας Τριάδος, ὑπάρχει προαιωνίως (πρὸ πάντων τῶν
αἰώνων). Εἶναι συνάναρχος τῷ Πατρὶ καὶ τῷ ἁγίῳ Πνεύματι.
Ὡς ἄνθρωπος ὅμως ἔχει ἀρχή, διότι ἐγεννήθη ὑπὸ τῆς
παναχράντου αὐτοῦ μητρὸς ἐν χρόνῳ (καὶ ἐν τόπῳ). Ὁ ἄχρονος ἔγινε χρονικός. Ὁ
ἀχώρητος παντὶ ἐχωρήθη ἐν γαστρί. Ὡς ἄνθρωπος λοιπὸν δὲν εἶναι ἄναρχος. Ὡς Θεὸς
εἶναι — ὡς ἄνθρωπος ὄχι. Ὅλα αὐτὰ ὑπὸ τὴν πρώτη, τὴν χρονικὴ σημασία, ὅπως
εἴπαμε, τοῦ ὅρου ἀρχή.
Ὑπὸ τὴν δεύτερη σημασία (ἐκείνη τῆς πηγῆς ἢ αἰτίας) ὁ
Χριστὸς δὲν εἶναι ἄναρχος οὔτε ὡς Θεός. Διότι ἀρχή, πηγή, αἰτία τῆς Τριάδος
εἶναι ὁ Θεὸς Πατήρ. Αὐτὸς γεννᾷ τὸν Υἱὸν καὶ ἐκπορεύει τὸ ἅγιον Πνεῦμα. Ἄναρχος
(ἀναίτιος) εἶναι μόνον ὁ Πατήρ. Ὁ Υἱὸς δὲν εἶναι ἄναρχος (ἤτοι ἀναίτιος). Ἔχει
τὴν ἀρχή του (τὴν αἰτία του, τὴν αἰτία τῆς ὑπάρξεώς του) στὸν Πατέρα, γεννᾶται
ἀπὸ τὸν Πατέρα. Τὸ ἴδιο καὶ τὸ ἅγιον Πνεῦμα. Δὲν εἶναι ἄναρχον (ἤτοι ἀναίτιον).
Ἔχει τὴν ἀρχή του (τὴν αἰτία του) στὸν Πατέρα, ἐκπορεύεται ἀπὸ τὸν Πατέρα[2].
Συνεπῶς, ὁ Χριστὸς καὶ εἶναι ἄναρχος καὶ δὲν εἶναι.
Εἶναι ἄναρχος ὡς Θεός, ἀλλ’ ὄχι ὡς ἄνθρωπος, ὑπὸ τὴν
χρονικὴν ἔννοια.
Δὲν εἶναι ἄναρχος, οὔτε ὡς Θεὸς οὔτε ὡς ἄνθρωπος, ὑπὸ τὴν
ἔννοιαν τῆς αἰτίας.
Γι’ αὐτὸ σᾶς εἶπα πὼς ὅ,τι κι ἂν πεῖτε, ἐγὼ δὲν θὰ
συμφωνήσω. Ἤ, ἂν θέλετε, ὅ,τι κι ἂν πεῖτε, ἐγὼ θὰ συμφωνήσω. Γιατί; Διότι δὲν
εἶναι μόνον τὸ ναὶ σωστό, εἶναι καὶ τὸ ὄχι.Ἡ μισὴ ἀλήθεια εἶναι τὸ ναὶ καὶ ἡ
ἄλλη μισὴ τὸ ὄχι.
Ὁ Χριστὸς καὶ εἶναι ἄναρχος καὶ δὲν εἶναι.
Εἶναι ἄναρχος στὴν οἰκονομία, δὲν εἶναι ἄναρχος στὴν
θεολογία — ἂν καὶ οἱ ὅροιΧριστὸς καὶ θεολογία δὲν εἶναι συμβατοί.
Τί σημαίνει ὅμως θεολογία καὶ τί οἰκονομία; — Ἄλλη βασικὴ
διάκρισις τῆς ὀρθοδόξου χριστιανικῆς διδασκαλίας αὐτή. Ἴσως εἶναι τὸ ἑπόμενο
θέμα μας.
[1] Ἀναστάσιμον ἀπολυτίκιον ἤχου πλ. α΄.
[2] Ὅλα τὰ παραπάνω θὰ πρέπει νὰ τὰ προσεγγίσουμε
θεοπρεπῶς. Πρῶτα-πρῶτα δὲν θὰ πρέπει νὰ εἰσάγωμε ποτὲ στὴν θεολογία (ἀναφορά
μας στὴν ὕπαρξη τῆς ἁγίας Τριάδος) τὶς κατηγορίες τοῦ χώρου καὶ τοῦ χρόνου.
Ἐπίσης θὰ πρέπει νὰ κατανοοῦμε τοὺς ὅρους καὶ τὶς ἔννοιες στὴν ὑπαρξιακή τους
διάσταση. Ὑπὸ αὐτὴν τὴν προοπτικὴ λοιπὸν ὁ Υἱὸς δὲν ὑπάρχει χωρὶς τὸν Πατέρα.
Τίνος Υἱὸς εἶναι, ἐὰν δὲν ὑπάρχει ὁ Πατήρ; Τὸ αὐτὸ ἰσχύει καὶ γιὰ τὴν ὕπαρξη
τοῦ Πατρὸς βεβαίως. Τίνος Πατὴρ εἶναι, ἐὰν δὲν ὑπάρχει ὁ Υἱός; Δὲν λέμε ὅμως
ὅτι ὁ Υἱὸς εἶναι ἡ αἰτία τοῦ Πατρός. Μία ἀρχὴ καὶ αἰτία ὑπάρχει στὴν Τριάδα, ὁ
Πατήρ. Ἔτσι σώζεται ἡ μοναρχία, σύμφωνα μὲ τὴν ὀρθόδοξη πάντα ἀντίληψη. Ὁ Θεὸς
εἶναι ἕνας, ὄχι διότι εἶναι μία ἡ οὐσία του (αὐτὸ εἶναι δυτικὴ ἀντίληψη), ἀλλὰ
διότι εἶναι μία ἡ ἀρχὴ καὶ ἡ αἰτία στὴν ὕπαρξη τῆς Τριάδος, ὁ Πατήρ. Προηγεῖται
δηλαδὴ τὸ πρόσωπον ἐδῶ ἔναντι τῆς οὐσίας· καὶ αὐτὸ εἶναι κάτι ποὺ ἔχει
τρομακτικὲς ἐπεκτάσεις, ἀνθρωπολογικές, κοινωνιολογικές, πολιτικὲς κ.λπ. Εἶναι
βαθύτατα καὶ πρωταρχικὰ ὑπαρξιακὸ τὸ ζήτημα καὶ ἔτσι, ἐπαναλαμβάνω, θὰ πρέπει
νὰ τὸ προσεγγίζουμε, ὑπαρξιακῶς, καὶ θεοπρεπῶς.
inagk