Ο Ιησούς Χριστός καταδίκασε κάθε μορφή κακίας και αμαρτίας χρησιμοποιώντας παραβολές ή διάφορους άλλους τρόπους, ποτέ όμως δεν καταδίκασε τον συγκεκριμένο αμαρτωλό που βρισκόταν μπροστά Του έστω και αν δεν έδειχνε διάθεση μετανοίας. Αντίθετα μάλιστα, όταν έχει μπροστά Του ο Χριστός τον συγκεκριμένο αμαρτωλό τον αντιμετωπίζει με συμπάθεια, επιείκεια και πολύ συχνά με τρυφερότητα. Έτσι αντιμετωπίζει το Ζακχαίο, την αμαρτωλή γυναίκα, τη Σαμαρείτιδα που δεν έκανε καμιά δήλωση μετανοίας, αλλά ακόμη και τον πλούσιο νέο που δεν θέλησε να αποχωρισθεί τα πλούτη του, ο Χριστός· «ἐμβλέψας αὐτῷ ἠγάπησεν αὐτόν» (Μαρκ. 10, 21) κατά τον Ευαγγελιστή Μάρκο.
Υπάρχει όμως ένα είδος αμαρτωλού ανθρώπου τον οποίο ο Χριστός
κατεδίκασε άμεσα και προσωπικά· τον υποκριτή. Στο ευαγγελικό ανάγνωσμα της Μ.
Τρίτης (Ματθ. 23, 15-23, 39) ο Χριστός κεραυνοβολεί τους Γραμματείς και τους
Φαρισαίους, τους καθώς πρέπει και τους κατεξοχήν ευσεβείς ανθρώπους της εποχής
Του, που βρίσκονταν μπροστά Του εκείνη ακριβώς τη στιγμή, για την υποκρισία
τους, και δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει εναντίον τους πολύ βαρείς χαρακτηρισμούς
και να τους προσάψει βαρύτατες κατηγορίες.
Από το ευαγγελικό αυτό απόσπασμα φαίνεται πολύ καθαρά ότι ο
Χριστός δεν βλέπει αυτούς τους ανθρώπους να βρίσκονται κοντά Του ή να έχουν
οποιαδήποτε σχέση μ’ Αυτόν, γι’ αυτό η Εκκλησία σ’ αυτό το προχωρημένο στάδιο
της πορείας για τη συνάντηση με τον αναστημένο Χριστό μας υπενθυμίζει ακόμα μια
φορά και με πολλή έμφαση πως σύμφωνα με την ξεκάθαρη δήλωση αυτού του ίδιου του
Χριστού, αυτή η συνάντηση μπορεί να είναι δυνατή για τους τελώνες και τις πόρνες
αλλά είναι εντελώς αδύνατη για τους υποκριτές.
«Τῇ Ἁγίᾳ καὶ μεγάλῃ Τρίτη τῆς τῶν δέκα παρθένων παραβολῆς τῆς ἐκ
τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου μνείαν ποιούμεθα» λέει το συναξάριο της ημέρας. Γιατί όμως
αυτή η «μνεία» της παραβολής των δέκα παρθένων; Ήδη από την πρώτη ημέρα της Μ.
Εβδομάδος έχει εισαχθεί το θέμα του Χριστού νυμφίου που έρχεται «ἐν τῷ μέσῳ τῆς
νυκτός», όπως και στην παραβολή των δέκα παρθένων, και όποιον βρίσκει «γρηγοροῦντα»
τον συμπεριλαμβάνει στο νυμφώνα, στη βασιλεία Του, ενώ αποκλείει εκείνον που
τον βρίσκει «ραθυμοῦντα».
Βλέπε οὗν ψυχή μου
Ο νυμφίος έρχεται πάντοτε, κάθε ήμερα και κάθε στιγμή της ζωής
μας. Κάθε στιγμή της ζωής μας ο Θεός μας προσφέρει μια ανεπανάληπτη και
μοναδική ευκαιρία για να Τον πλησιάσουμε. Κάθε ευκαιρία που χάνουμε, τη χάνουμε
για πάντα γιατί ποτέ δεν θα ξαναγυρίσει. Θα μας δοθούν άπειρες καινούργιες
ευκαιρίες, αλλά ποτέ δεν θα ξανάρθει μια ευκαιρία που χάσαμε.
Κάποτε ο νυμφίος μπορεί να έλθει με την ευκαιρία να δείξουμε
ευαισθησία στον άνθρωπο που βρίσκεται πλάι μας και περνάει μια δύσκολη στιγμή,
κάποτε μπορεί να έλθει με την ευκαιρία να δείξουμε κατανόηση και συγκατάβαση
στον άνθρωπο που φέρεται άδικα και άπρεπα, αλλά επειδή τον πιέζει κάποια
εσωτερική αγωνία. Κάποτε ό νυμφίος μπορεί να έλθει με την ευκαιρία να πούμε
έναν καλό λόγο για κάποιον άνθρωπο ή σε κάποιον άνθρωπο, ή να μην πούμε κακό
εναντίον του. Κάποτε ο νυμφίος μπορεί να έλθει με την ευκαιρία να
αντιμετωπίσουμε με ανθρωπιά έναν ταλαιπωρημένο πολίτη που ζητάει κάποια
εξυπηρέτηση στη δημόσια υπηρεσία που εργαζόμαστε. Κάποτε ο νυμφίος μπορεί να
είναι για τους γονείς ο έφηβος γιος ή κόρη τους που ζητάει χώρο για να
αναπτύξει την προσωπική του ταυτότητα και κάποτε μπορεί να είναι ένας πατέρας
που ζητάει, έστω άστοχα αλλά απεγνωσμένα, την αναγνώριση του παιδιού του.
Ο νυμφίος έρχεται με άπειρες τέτοιες καθημερινές ευκαιρίες σε κάθε
στιγμή της ημέρας ή της νύχτας αλλά τις πιο πολλές φορές «ἐν τῷ μέσῳ τῆς
νυκτός» σε σχέση με τη δική μας εγρήγορση. Η νύχτα αυτή δεν είναι εκείνη που
φέρνει η δύση του ηλίου αλλά εκείνη που δημιουργούν τα τυφλωμένα μας μάτια, που
μόνο την καθημερινότητα της ζωής μπορούν να βλέπουν, έτσι, που να περιορίζεται
η πραγματικότητα στο τι και πως και πόσο θα πάρουμε από τους άλλους ή σε βάρος
των άλλων.
Όταν είδε ο Ησαΐας τη δόξα του Θεού διαπίστωσε, όπως και κάθε
άνθρωπος όταν βλέπει τη δόξα του Θεού διαπιστώνει, πόσο τραγική είναι αυτή η
τύφλωση των ανθρώπων που ο θείος φωτισμός δεν έχει ανοίξει τα μάτια τους, και
είπε «τετύφλωκεν αὐτῶν τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ πεπόρωκεν αὐτῶν τὴν καρδίαν, ἵνα μὴ ἴδωσιν
τοῖς ὀφθαλμοῖς καὶ νοήσωσι τῇ καρδίᾳ καὶ ἐπιστραφῶσι, καὶ ἰάσομαι αὐτούς»
(Ματθ. 12,40).
Βέβαια ο Χριστός δεν βρίσκεται μέσα σ’ αυτό το ελάχιστο και χυδαίο
μέρος της πραγματικότητας, που βλέπουν τα τυφλωμένα μάτια του ανθρώπου. Αυτός
πλημμυρίζει ένα άλλο τεράστιο, φωτεινό και υπέροχο μέρος της πραγματικότητας,
τη Βασιλεία του Θεού, που μπορεί να είναι προσιτή στον άνθρωπο και που μόνη
μπορεί να κάνει τη ζωή του άξια να την ζήσει.
«Βλέπε οὖν, ψυχή μου, μὴ τῶ ὕπνω κατενεχθῇς, ἵνα μῄ τῷ θανάτῳ
παραδοθῇς, καὶ τῆς βασιλείας ἔξω κλεισθῇς».
π. Φιλόθεος Φάρος, Πριν και μετά το Πάσχα, Εκδ. Ακρίτας, Αθήνα,
1998