Ο πατήρ Παΐσιος, ο ασκητής της Παναγούδας, αναφέρει τα
εξής για το «φως του Θεού»:
Κάποτε, ενώ έλεγα την ευχή τη νύχτα, ήρθε μέσα μου μια
χαρά μεγάλη.
Συνέχισα να λέω την ευχή και ξαφνικά το κελλί μου πλημμύρισε από φώς.
Ήταν λευκό με μια μικρή απόχρωση
προς το γαλάζιο.
Η καρδιά μου χτυπούσε γλυκά.
Συνέχισα να κάνω κομποσχοίνι, μέχρι πού βγήκε ο ήλιος.
Το φώς ήταν τόσο δυνατό!
Πιο δυνατό από το φώς τον ηλίου.
Ο ήλιος έχανε την λάμψη μπροστά του.
Έβλεπα τον ήλιο και μού φαινόταν το ηλιακό φώς ωχρό, όπως
είναι το φώς της σελήνης κατά την πανσέληνο.
Το φώς το έβλεπα για πολύ. Μετά, όταν το φώς έλειψε και η
Χάρις μειώθηκε, τότε δεν εύρισκα καμιά παρηγοριά και χαρά.
Επειδή είχα μεταπέσει από μια κατάσταση σε μια άλλη
κατώτερη, έβλεπα τον εαυτό μου σαν ένα ζώο. Πήγαινα να φάω, να πιώ νερό, να
κάνω εργόχειρο και αισθανόμουν σαν ζώο.
Ο Γέροντας δεν ωνόμασε ρητώς «άκτιστο» το φώς πού είδε, αν
και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρόκειται περί του ακτίστου φωτός.
Περισσότερο δεν το περιέγραψε, μόνον πρόσθεσε:
Και με κλειστά τα μάτια το βλέπει κανείς, και με ανοιχτά.
και τη νύχτα με το σκοτάδι και την ημέρα με τον ήλιο.
Με τέτοιες παρακλήσεις πνευματικές ἡ θεία Χάρις
παρηγορούσε τον εκουσίως πτωχεύσαντα και με αυταπάρνηση ασκούμενο ασκητή Παΐσιο.
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ : Γνώσις και βίωμα της Ορθοδόξου Πίστεως
Του π. Στεφάνου Αναγνωστοπούλου