Ὁ Σωτήρας καί Ζωοδότης δέν μᾶς χαρίζει μόνο τόν Ἑαυτό Του (πού εἶναι ἡ ἐνυπόστατη σωτηρία μας). Ἀλλά μᾶς χαρίζει καί τή Μητέρα τῆς ἱστορικῆς καί ἐσχατολογικῆς παρουσίας Του ἀνάμεσά μας.
Τή Μητέρα τῆς
ἄφθαρτης ἀπολυτρώσεως πού ἐργάστηκε ὁ Θεός μέ τήν ἀνθρώπινη συγκατάβασή Του γιά
χάρη μας. Τή Μητέρα τῆς αἰώνιας σωτηρίας πού μᾶς χάρισε ὁ Θεός ὁλοτελῶς.
Τό νόημα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί τό ἑρμηνευτικό κλειδί τῆς Καινῆς Διαθήκης. Τήν ὁλάνοιχτη θύρα τοῦ ἀληθινοῦ νέου παραδείσου, γιά ὅσους θελήσουν νά εἰσέλθουν.
»Ἀπό τήν Παναγία
εἰσέβαλε στόν κόσμο ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός, τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος. Καί
ἡ ἐνανθρώπηση ἔγινε ἐκκλησία-σῶμα Χριστοῦ. Ἀπό τήν Μητέρα τῆς ἐνανθρωπήσεως
πέρασε σέ μᾶς ἡ λυτρωτική οἰκειότητα πρός τόν Υἱό καί Θεό Της καί Θεό μας. Καί
ἀπό τόν Κύριο προσδεχόμεθα τήν πνευματική ἄμεση οἰκειότητα πρός τήν Μητέρα Του.
Ἐκεῖνος ἔγινε δικός μας, καί Ἐκείνη ἔγινε δική μας, καί ἐμεῖς δικοί τους.
»Ἔχουμε τήν Παναγία
δική μας χριστολογική καί ἁγιοπνευματική Μητέρα; Τότε, ἔχουμε μεθεκτό δικό μας
Πανευεργέτη καί Σωτήρα τόν Θεό καί Σωτήρα τῆς Παναγίας, τόν σαρκωμένο Υἱό τῆς
Παναγίας! Ὁ Κύριος εἶναι τό Α καί τό Ω, τό ἅπαν.
Πρώτη καί κατεξοχήν,
Τόν ἔζησε Ἐκείνη, λυτρώθηκε Ἐκείνη, σώθηκε Ἐκείνη, θεώθηκε Ἐκείνη ἐν Χριστῷ. Πρώτη
καί κατεξοχήν Ἐκείνη ἔγινε χαρμοσύνη ἄφθαρτη τῶν ἀγγέλων καί τῶν ἀνθρώπων.
Ἀλλά (μέσα ἀπό τό
μυστήριο τῆς Χριστολογικῆς σωτηρίας) οἱ ἄγγελοι καί οἱ ἄνθρωποι καί ὅλος ὁ
κόσμος γίναμε καί γινόμαστε χαρμοσύνη τοῦ Κυρίου καί χαρμοσύνη τῆς Παναγίας.
Γι᾽ αὐτό κάθε
ὁλοκάρδια ἀναφορά μας στήν Παναγία (μέ τίς Παρακλήσεις, μέ τίς πανηγύρεις, μέ
τούς Χαιρετισμούς, μέ τό “Ἄσπιλε…”, μέ τό “Ἐξαιρέτως…”, μέ τά βιβλικά καί τά
ὑμνολογικά Θεομητορικά Μεγαλυνάρια) εἶναι μιά ὁλοκάρδια ἀναφορά μας συνάμα καί
πρός τό Χριστό. Καί “ἀντί νά δίνουμε, ἐμεῖς λαμβάνουμε”.
Λαμβάνουμε εὐωδία
Πνεύματος Ἁγίου, εὐωδία ζωῆς αἰωνίου. Γιά νά γίνουμε “Χριστοῦ εὐωδία, ἐν τοῖς
σῳζομένοις καί ἐν τοῖς ἀπολλυμένοις”.
Εἶναι αὐτό πού τό
λέμε μέ τά χείλη σάν ἕνα μυριόχειλο “στόμα”, τό λέμε καί μέ τήν καρδιά σάν μιά
μυριόκαρδη “ψυχή”: “Τήν πᾶσαν ἐλπίδα μου εἰς σέ ἀνατίθημι…”!
»Πλήν ὅμως, μέσα
στήν παραζάλη τόσων ἀλλοτριώσεων, ἐθιζόμεθα στή λησμοσύνη τῶν σωτηρίων καί στήν
ἀλαζονεία τῶν φθειρομένων. Ἔχουμε ὑποστεῖ μιάν ἀβιταμίνωση περί τήν ὁδό καί τήν
ἀλήθεια καί τήν ζωή. Τό εἶπα πάλι καί τό ξαναλέω μέ πόνο ψυχῆς: μᾶς εἶχε
ἀπομείνει ἡ εὐλογημένη λαογραφία μερικῶν ἑορταστικῶν ἐθίμων, ἀπό τήν ὁποία
σήμερα μᾶς ἀποκλείουν, καί ἀρχίζουμε νά ἀπολησμονοῦμε τήν πνευματική ὡραιότητα
καί οὐσία τῶν ἑορτασμῶν.
Οἱ λιτανεῖες ἦταν
μιά ὁρατή καί ἁπτή πανηγυρική καθιέρωση καί ἀφιέρωση τῶν τόπων μας, τῶν σπιτιῶν
μας, τῆς καθημερινότητάς μας στό Θεό τῆς ἀληθινῆς μας πίστεως καί στή Μητέρα
τῆς ἐνανθρωπήσεώς Του καί στούς Ἁγίους τῆς χριστομιμησίας Του. Σταδιακά ἔγιναν
συνωστισμός χωρίς πόνο καί κλαυθμό καί προσευχή τῶν λιτανευόντων.
Μόνο τά λιτανευόμενα
ἅγια εἰκονίσματα καί ἅγια εὐαγγέλια καί ὁ Σταυρός συνιστοῦσαν “ἄμεσο τρόπο
ἀναφορᾶς στό Θεό”, ἐνῶ ἐμεῖς ἁπλά συνοδεύαμε καί φλυαρούσαμε, συνεισφέροντας
κυρίως τόν σωματικό κόπο τῆς πορείας καί ταλαιπωρίας.
»Τώρα πού προληπτικά
ἀναγκαζόμεθα καί τά ὑστερούμεθα, θυμόμαστε πάλι μέ πόνο ψυχῆς τήν οὐσία μαζί μέ
τήν ὀμορφιά τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας λατρείας. Καί φιλοσοφοῦμε πάνω στή ζωή ὡς
δῶρο Θεοῦ, στήν ὑγεία ὡς δῶρο Θεοῦ, στήν ἀνθρωπιά ὡς δῶρο Θεοῦ, στήν ἐλεύθερη
κι ἀνεμπόδιστη θεία λατρεία ὡς δῶρο Θεοῦ, μετεχόμενο ἀπό ὅλους καί ἀνοικτό σέ
ὅλους.
Ἐδῶ ἀκριβῶς πρέπει
νά ξαναθυμηθοῦμε ὅτι ὁ Θεός δέν εἶναι μαζικά δικός μας, ἀλλά ἐκκλησιαστικά
δικός μας. Δέν ἀποτελοῦμε κομματική ὁμάδα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά σῶμα Χριστοῦ καί μέλη
ἐκ μέρους. Ἡ Παναγία μας δέν εἶναι μαζικά δική μας, ἀλλά ἐκκλησιαστικά δική
μας, τοῦ καθενός καί ὅλων μας.
»Ὁ Κύριος μοιράζεται
τόν Ἑαυτό Του ὁλότελα μέ μᾶς μέσα στό ἐκκλησιαστικό Του σῶμα. Καί ἡ Παναγία μας
μοιράζεται τόν Ἑαυτό Της ὁλότελα μέ μᾶς μέσα στό ἐκκλησιαστικό σῶμα τοῦ Υἱοῦ
καί Θεοῦ Της.
Μέσα σ᾽ αὐτήν τήν
ἁγιοπνευματική χριστολογική ἑνότητα, διαρκῶς καί ἀσιγήτως, ἡ Παναγία μοιράζεται
τόν χριστοποιημένο Ἑαυτό Της μέ τό ἐκκλησιαστικό σῶμα. Εὐεργετώντας, ἐλεώντας,
παρηγορώντας, ἀφυπνίζοντας, διασώζοντας, ἐμπνέοντας στόν κόσμο τό ἄθλημα τῆς
ὑπακοῆς, προσοικειώνοντας τόν κόσμο πρός τόν Υἱό καί Θεό της, δαψιλεύοντας τήν
Πλατυτέρα καρδιά Της γεμάτη ἀπό Ἅγιο Πνεῦμα σέ μᾶς τούς πονεμένους καί
πενομένους (πού ἐθελοπάσχουμε ὑπαρκτικήν πτωχεία δίχως τή χάρη τοῦ Θεοῦ).
»Πόσο μεγαλόφωνα τό
διαλαλεῖ ἡ ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστική ἐμπειρία καί θεολογία! “Δέν ζοῦσες γιά τόν
ἑαυτό σου (λέγει πρός τήν Παναγία), ἀλλά γιά τόν Υἱό σου”!
Καί μέσα σ᾽ αὐτήν
τήν ὁλοτελή ἀναφορά Της στόν Κύριο, ἡ Παναγία μας θέλει ἀκοίμητα νά
ἐμπερικλείει ὅλον τόν θεόκτιστο καί θεόσωστο κόσμο, ἀγγέλους καί ἀνθρώπους καί
τήν ἄλογη φύση. Ἐπιποθεῖ καί δέεται καί μεσιτεύει γιά ὅλους.
Αὐτό πού διατρέχει
ὡς ἄμεση θαυματολογική βεβαιότητα ὅλο τό ὀρθόδοξο Ἁγιολόγιο…, αὐτό πού
καταγράφεται μέ ἀπόλυτη σιγουριά ἀπό τόν ἀπόστολο Πέτρο ὡς μεταθανάτια δική του
ἔγνοια γιά τούς χριστιανούς… (Β΄ Πέτρ. 1:15), αὐτό ἰσχύει ἀπόλυτα γιά τήν
Παναγία μας.
»Δέν ζεῖ οὔτε στό
ἐλάχιστο γιά τόν ἑαυτό Της! Ζεῖ τόν Κύριο καί γιά τόν Κύριο. Ζεῖ τήν Ἐκκλησία
καί γιά τήν Ἐκκλησία, ζεῖ καί γιά τόν κόσμο τόν δυνάμει Ἐκκλησία. Εἶναι ἡ
Μητέρα τοῦ Φωτός, τό ὁποῖο φανερώθηκε καί φανερώνεται ὡς ἄκτιστος φωτισμός μας.
Εἶναι ἡ Μητέρα τῆς Ζωῆς, πού ἀποκαλύφθηκε καί ἀποκαλύπτεται ὡς ἀνάσταση καί ζωή
μας. Εἶναι ἡ Μητέρα τοῦ Κυρίου μας, πού ἐνανθρώπησε καί προσφέρεται ὡς ὁ
Θεάνθρωπός μας.
»Ἀλλά καί ἡ Παναγία
δέν παύει νά προσφέρει τόν ἑαυτό Της. Προσφέρεται πανευεργετικά διαρκῶς καί
ἀκατάπαυστα στόν κόσμο καί μᾶς προσκαλεῖ ἀσίγητα μέ τή δική Της Μητρική
πνευματική στοργή.
Μᾶς συγκαλεῖ καί μᾶς
ὁδηγεῖ νά ἀπολάβουμε τήν ἐν Χριστῷ σωτηρία. Νά προσδεχθοῦμε καί νά σεβαστοῦμε
ἀλώβητη τή σωτηρία μέ τή δική Της προστασία.
Νά ἀπολάβουμε τή
διάσωση ἀκόμη καί τῶν καθημερινῶν ἐπιβιωματικῶν μας συνθηκῶν. Γι᾽ αὐτό καί
τόσες μέρες σάν ἀπό ἕνα στόμα καρδιοψέλναμε καί λέγαμε στήν Παναγία μας: «Καί
ποῦ λοιπόν ἄλλην εὑρήσω ἀντίληψιν; Ποῦ προσδράμω; Ποῦ δέ καί σωθήσομαι; Τίνα
θερμήν ἕξω βοηθόν, θλίψεσι τοῦ βίου καί ζάλαις οἴμοι κλονούμενος; Εἰς σέ μόνην
ἐλπίζω καί θαρρῶ καί καυχῶμαι καί προστρέχω τῇ σκέπῃ σου, σῶσόν με».
»Καί (ὡσάν νά
ντραπήκαμε, πού ἀποζητούσαμε τήν Παναγία μας μόνο γιά τίς καθημερινές ἐπίγειες
μέριμνες) αὐτό τό τριήμερο τοῦ Δεκαπενταυγούστου ἀποφασίσαμε ἀπό φιλότιμο καί
ἀγάπη καί λαχτάρα νά θεολογήσουμε γιά τήν Παναγία μας.
Ἀντί νά κυττάζουμε
τί θά ἀποκομίσουμε ἀπό τήν Παναγία στίς ἀτομικές μας ἀνθρώπινες, ἐπίγειες,
πρόσκαιρες ἀνάγκες, στρέφουμε τώρα τό βλέμμα στήν ἄφθαρτη ἐνθεωμένη ὡραιότητά
Της.
Τήν ὑμνολογοῦμε γι᾽
αὐτό πού εἶναι. Τήν ὑμνολογοῦμε γι᾽ αὐτό πού ἔγινε καί ὑπερέγινε στήν
ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καί Θεοῦ Της.
Τήν ὑμνολογοῦμε γι᾽
αὐτό πού θά παραμένει στήν ἄφθαρτη ἄκτιστη βασιλεία Του. Τήν ὑμνολογοῦμε ὡς τό
μέγα ἀνθρώπινο καί ὑπερανθρώπινο θαῦμα, ἡ ὁποία δέχθηκε καί ὑποδέχθηκε καί
ὑπηρέτησε τό σωτήριο θαῦμα τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως.
“Αἱ γενεαί πᾶσαι
μακαρίζομέν σε, τήν μόνην Θεοτόκον. Νενίκηνται τῆς φύσεως οἱ ὅροι ἐν σοί, Παρθένε
ἄχραντε. Παρθενεύει γάρ τόκος, καί ζωήν προμνηστεύεται θάνατος. Ἡ μετά τόκον
παρθένος καί μετά θάνατον ζῶσα, σῴζοις ἀεί, Θεοτόκε, τήν κληρονομίαν σου”.
Γιά ὅλα αὐτά ἄς λαλεῖ ἡ καρδιά μας καί ἡ ζωή μας διαρκῶς μιά μικρή ὑμνολόγο φράση ἀπέραντης εὐγνωμοσύνης: “Σέ προσκυνῶ, Παναγία μου”!
Γουμένισσα,
Δεκαπενταύγουστο 2020
Εὐχετικῶς
ὁ Μητροπολίτης σας
†Ὁ Γουμενίσσης, Γεφύρας, Ἀξιουπόλεως & Πολυκάστρου Δημήτριος