Όταν ο ταπεινός Άγιος Νεκτάριος αν και επίσκοπος, επισκέφθηκε τους Δανιηλαίους στο Άγιον Όρος ως απλός....μοναχός ! Κανείς δεν κατάλαβε τίποτε παρά μόνον ένας Άγιος ασκητής που αποκάλυψε αμέσως ποιος ήταν αναμεσά τους !
Οἱ Δανιηλαῖοι δὲν εἶχαν εἰδοποιηθεῖ γιὰ τὴν ἐπίσκεψή του, δὲν ἤξεραν ποιὸς εἶναι. Παρουσιάστηκε μὲ καλογερικὸ σκοῦφο, μὲ τὰ παλαιὰ ράσα ποὺ χρησιμοποιοῦσε στὴν καλλιέργεια τῶν λουλουδιῶν τοῦ κήπου τῆς Ῥιζαρείου, μὲ χοντρὲς καλογερίστικες ἀρβύλες. Εἶπε πὼς ἦταν ἕνας μοναχὸς ἀπὸ τὴν Ἀθήνα. Τὸν ὑποδέχθηκαν ὅμως ὅπως πάντα μὲ ἐγκαρδιότητα, μὲ Ἀβραμιαία, ὅπως εἴπαμε, καλοσύνη καί, ἀφοῦ τὸν ἐκέρασαν νωπὰ σῦκα, φουντούκια μὲ ἀγριόμελο, εὐχαριστήθηκαν ποὺ θὰ ἔμενε μερικὲς μέρες κοντά τους νὰ παρακολουθήσει τὶς ἱερὲς ἀκολουθίες.
Ἀλλὰ τὰ λίγα λόγια
του, περίεργο, εἶχαν οὐσία, τόξευαν ἀκτῖνες «Θείου Φωτός!». Ὅπου καθὼς σὲ μιὰ
στιγμὴ ὕστερα ἀπὸ τὶς πρῶτες περοποιήσεις σιγοπερπατοῦσαν μὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς
Δανιηλαίους, τὸν πέμπτο της συντροφιᾶς, κατευθυνόμενοι πρὸς τὸ φοβερὸ βράχο τοῦ
Καρουλίου, συναπαντοῦν ἕναν ἄγνωστο «περίεργο» ἐρημίτη, μελαμψό, μὲ
καταμπαλωμένο κίτρινο ράσο, λιπόσαρκο, μὲ δύο μεγάλα μάτια ποὺ σὲ καθήλωναν...
-Εὐλογεῖτε...ψιθύρισε ὁ
Νεκτάριος. Κι ἀπόμεινε ἐκστατικός.
-Ὁ Κύριος, ἀποκρίθηκε
αὐτός. Καὶ μονομιᾶς ἔκανε παρατήρηση στὸν ἀδελφὸ Δανιήλ.
-Πῶς προπορεύεσθε, ἀδελφέ, ἀπὸ τὸν Πενταπόλεως, τὸν πρὸ πολλοῦ ἐνταχθέντα
μεταξὺ τῶν ἁγίων ἱεραρχῶν;
Σὰ νὰ τοὺς κόπηκε ἡ ἀναπνοή. Ὁ
Δανιὴλ ἀπόμεινε νὰ κυττάζει χαῦνος. Ἐκεῖνος ἐκύτταζε τὰ μάτια τοῦ ἐρημίτη καὶ
σώπαινε. Ἡ καρδιά του γοργοκτυποῦσε. Εἶχε λοιπὸν δίπλα του μίαν ἄγνωστη ἀγωνιστικὴ
ψυχή, εὐλογημένη μὲ τὸ ποορατικὸ χάρισμα; Ἄθελά του δάκρυσε.
-Ὑπερευλογημένο τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου μας, ἀδελφέ,
ψιθύρισαν τὰ χείλη του. Μὴν ἀναφέρετέ τι διὰ τὸν ταπεινὸν δοῦλον του. Παρακαλῶ...
παρακαλῶ, δεχθεῖτε... τὸν ἀσπασμόν μου. Κι ἐπλησίασε κι ἔσκυψε νὰ φιλήσει τὸ ῥοζιασμένο
χέρι τοῦ ἐρημίτη.
Ἐκεῖνος τραβήχθηκε μὲ
φόβο. Καὶ σκύβοντας μὲ τὴ σειρά του νὰ φιλήσει τὸ χέρι τοῦ ἐπισκέπτη, βρέθηκαν
οἱ δύο πρόσωπο μὲ πρόσωπο. Ἀντάλλαξαν ἐγκάρδιο ἀσπασμό.
-Χθὲς οἱ δαίμονες
φρύαξαν... ψιθύρισαν τὰ χείλη τοῦ ἀσκητῆ. Μεταβλήθησαν σὲ σμῆνος μεγάλων
κωνώπων, μὲ ἔπληττον καὶ προσπαθοῦσαν νὰ μὲ ἀφήσουν χάμου ἀναίσθητον. Πλὴν ὅμως
δὲν ἴσχυσαν εἰς τὸ σημεῖον τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Εἰς δὲ τὴν φράσιν «Ἀναστήτω ὁ θεὸς
καὶ διασκορπισθήτωσαν οἱ ἐχθροὶ Αὐτοῦ», ἐξηφανίσθησαν.
-Διατί;
-Διότι θὰ μοῦ ἐδίδετο ἡ
εὐκαιρία νὰ γνωρίσω ἕναν φοβερὸ διώκτην των. Τί νέα ἀπὸ τὸν κόσμο;
-Τί νέα... Πόλεμοι, ἀτασθαλίαι,
ζυμώσεις καί...
-Καταλαμβάνω, συμπλήρωσε
ὁ ἐρημίτης. Κομπασμός, ὑπερηφάνεια, νοησιαρχία.
Ἀκολούθησε σιγή.
Στὸ μεταξὺ ὁ ἀδελφὸς Δανιὴλ παρατηροῦσε μὲ ἔκσταση
τὸν ἀπρόσμενο ἐκεῖνο ἐπισκέπτη, ποὺ ἦταν Ἐπίσκοπος, καὶ προσπαθοῦσε μὲ λόγια
συντριβῆς νὰ ἐπανορθώσῃ τὴν παράλειψη προσφορᾶς τοῦ ἀνάλογου σεβασμοῦ.
-Σᾶς ἀντιλαμβάνομαι,
Σεβασμιώτατε,ἐπίασε νὰ λέει ὁ ἀσκητής. Νοσταλγεῖτε τὴν μόνωσιν. Ἀλλ᾿ ἐφόσον
θεωρήσατε καθῆκον νὰ ὑπηρετήσετε αὐτοπροσώπως τὸν λαόν, ἐφόσον ὑπελογίσατε τοὺς
συνανθρώπους καὶ τοὺς ἀγαπήσατε ἐκ μέσης καρδίας... Θἄρθει καὶ ἡ μόνωσις.
Τὸν κύτταξε πάλι στὰ
μάτια καὶ ξαναδάκρυσε.
-Τί φρονεῖτε διὰ τὸν εἰκοστὸν
αἰῶνα ποὺ ἔρχεται; σιγορώτησε.
Ὁ ἐρημίτης δὲν ἀποκρίθηκε
ἀμέσως. Σήκωσε τὸ βλέμμα ψηλά, πῆρε βαθειὰ ἀναπνοὴ καὶ εἶπε:
-Τέλος τὰ βασίλεια. Πόλεμοι... ἀνησυχίαι, σφαγαί, καταστροφαί.
Κυρίαρχος ὁ φόβος.
-Ὁ φόβος... ἐπαναλαβαν
τὰ χείλη τοῦ Δανιήλ.
Δὲν εἶπαν ἄλλο τίποτα.
Προχώρησαν καὶ οἱ τρεῖς γιὰ τὸ φοβερὸ βράχο...
proskynitis