Της Γιώτας Παμπάλου
Όσες φορές κι αν πέρασα την Πύλη του Ναού των Παμμεγίστων Ταξιαρχών στο Μανταμάδο στα Βόρεια της Λέσβου, όσες φορές κι αν Τον αποχαιρέτησα τον Ταξιάρχη ,τον Αρχάγγελο ,πάντα σιγοψιθύριζα: Αξίωσε με στον δρόμο σου να ΄μαι, Αξίωσε με να ΄ρθω να σε ματαδώ! και θαρρώ πια πως στην πορεία των χρόνων, πως με ακούει, και με αξιώνει η επιθυμία μου να γίνεται αληθινή. Ταξίδεψα ψηλά στα σύννεφα, πετώντας μέσα σε "σιδερένιο πουλί" επτά φορές και με την χαρμολύπη στην καρδιά να σκύβω και να ασπάζομαι την μορφή του στην σμιλεμένη εικόνα από τα χέρια του Μοναχού Γαβριήλ...του μόνου επιζώντος από τα χέρια των Σαρακηνών πειρατών.
Μα αυτό ήταν θέλημα Κυρίου και του Αρχαγγέλου, να επιζήσει ο Γαβριήλ και μέσα στους αιώνες οι Χριστιανοί ευλαβικό προσκύνημα να αξιωνόμαστε στην Χάρη Του! Σαν εικόνες που έζησα τις νοιώθω και δακρύζω σαν συλλογιέμαι τα γεγονότα εκείνα που είναι σαν παραμύθι για μικρά παιδιά ,μα είναι πέρα για πέρα αληθινά...................
..........Έσυρε τα βήματα του στο εικονοστάσι του Αρχαγγέλου και σχεδόν κρεμάστηκε από αυτό με τα δυό του χέρια γαντζωμένα στις γωνίες του και γονάτισε. Σήκωσε με κόπο τη ματιά του, στην εικόνα του Ταξιάρχη και κλείνοντας τα μάτια του, νοερά ζήτησε βοήθεια και φώτιση απ Άυτόν. Κάθισε αρκετή ώρα στη στάση αυτή, ώσπου τα χέρια του μούδιασαν. Άνοιξε τα μάτια του. Το τρεμουλιαστό ιλαρό φως των καντηλιών ,χάϊδευε κυματιστά το πρόσωπο του Αγίου. Ένοιωσε κάτι ισχυρό να διαπερνά όλο του το είναι,να τον συνεφέρνει, να τον δυναμώνει. Μέσα από τις κυματιστές σκιές της εικόνας , σιγά –σιγά ,τα μάτια του διέκριναν καθαρά το πρόσωπο του Αρχαγγέλου. Ένα πρόσωπο! Ώ Θεέ μου! Αέρινο ,ζωντανό,υπερκόσμιο! Σαν εκείνο της στέγης, ολόιδιο.
-Ταξιάρχη μου, Ταξιάρχη μου, σχεδόν κραύγασε. Τις ψυχές των αδελφών μου μοναχών, στα χέρια σου πάρε και στον Κύριο. Εσύ με θέρμη παρακάλεσε ,παν πλημμέλημα η΄ ανόμημα τους να συγχωρήσει.
Το πρόσωπο του Αρχαγγέλου γλύκανε. Ώ, τι θεϊκή ομορφιά! Άρχιζε να γαληνεύει και η δική του ψυχή. Άχ, ν αμπορούσε να απεικονήσει την εξαίσια μορφή! Να την κάνει εικόνα. Όμως δε γνώριζε από αγιογραφία και ούτε καν τα στοιχειώδη υλικά είχε για μια τέτοια εργασία.
-«Γιατί ,γιατί Ταξιάρχη μου να μην μπορώ ο αμαρτωλός»;
Έσφιξε με απόγνωση τα δάχτυλα του στην παλάμη του και ένοιωσε τα νύχια του να χώνονται στις σάρκες του. Πόνεσε! Κύτταξε τις παλάμες του. Πάνω στην λευκή του επιδερμίδα, δυο-τρεις σταγόνες αίμα, σα ρουμπινένιες μικρές χάντρες. Τις κοίταζε αφηρημένα και ξαφνικά ,σαν να ανακάλυπτε κάτι σπουδαίο, κάτι το συγκλονιστικό.. φώναξε: «Αίμα! Αίμα !Αυτό είναι. Ευχαριστώ Ταξιάρχή μου, ευχαριστώ».
Και αφού έκανε το σταυρό του και ασπάσθηκε την εικόνα του Αγίου, βιαστικά σαν σίφουνας ώρμισε έξω απο το Ναό. Ανηφόρισε τις σκάλες και χώθηκε κυριολεκτικά στο κελλί του. Σε λίγο έβγαινε βιαστικά κρατώντας μια γαβάθα ,πήλινη κούπα και ένα σφουγγάρι. Μπήκε στο Ναό και με μεγάλη προσοχή και ευλάβεια άρχισε να συγκεντρώνει το αίμα των μοναχών μουρμουρίζωντας: «Σ΄ευχαριστώ, Ταξιάρχη μου, σ΄ ευχαριστώ που με φώτισες και μού δειξες τον τρόπο».
Και αποτεινόμενος στους νεκρούς του συντρόφους, τους έλεγε: «Αγαπημένοι μου αδερφοί το αίμα σας δε θα πάει χαμένο. Μ΄ αυτό θα φτιάξω την εικόνα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, σαν προσευχή προς Αυτόν, που μεταφέρει στα άγια του χέρια τις ψυχές σας στον Δημιουργό. Το αδικοχαμένο σας αίμα, ας είναι η στερνή σας εξομολόγηση προς τον Θεό για τα τυχόν σας μικροαμαρτήματα».....
Έφερε τα βήματα του μπροστά στην εικόνα του Αρχαγγέλου και προσευχήθηκε δυνατά: «Αρχάγγελε μου σε παρακαλώ ,βοήθησε με. Εσύ ξέρεις ότι δεν έχω ιδέα από τέτοιους είδους εργασίες και αν το αποφάσισα, ήταν με την δική Σου φώτιση. Σε παρακαλώ ,σε ικετεύω, κράτησε μου τα χέρια».
Έκανε πάλι τον σταυρό του ,υποκλινόμενος εμπρός στην εικόνα και ήρθε πάνω από τις δύο γαβάθες. Έσκυψε, έπιασε τη γαβάθα με το χώμα και άρχισε να την αδειάζει σιγά –σιγά σε κείνη, με το αίμα των μοναχών, ανακατεύοντας τα δύο υλικά. Σε λίγο εμπρός του ,υπήρχε μια μεγάλη κούπα γεμάτη με ένα σκούρο ροδινόχρωμο πηλό... Με τα χέρια ανατεταμένα σε θερμή προσευχή, ζήτησε την βοήθεια του Μεγάλου Θεού και του Αρχαγγέλου Του Μιχαήλ και σκύβοντας πάλι με την κόψη της δεξιάς παλάμης του, το σημείο του σταυρού πάνω στον πηλό......με τρεμάμενα χέρια άρχισε να φιλοτεχνεί την εικόνα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, με το μαλακό πηλό της κούπας. Με τις πρώτες κινήσεις ,ένοιωθε να ζει ζωηρά τα γεγονότα της σκεπής. Τα τρεμάμενα ,στην αρχή χέρια του ,άρχισαν να γίνονται σταθερά ....λες και κάποια αόρατη δύναμη τα οδηγούσε.
Το πρόσωπο του Αρχαγγέλου της στέγης ,το αγριωπό μα και θεϊκό μαζί, ήταν θαρρείς μπροστά του και το ‘βλεπε ολοζώντανο με κάθε λεπτομέρεια. Αυτό τον βοήθησε να ανατυπώνει τα χαρακτηριστικά του, πάνω στον αιματοπότιστο πηλό, με μεγάλη ευχέρεια και ακρίβεια. Πέρασε πολλή ώρα δουλεύοντας και προσευχόμενος....Έστρεψε τη ματιά του στη χωμάτινη λεκάνη και τότε συνειδητοποίησε ότι ,ο πηλός είχε εξαντληθεί σχεδόν!...
.... «Θεέ μου! Και δεν έχω φτιάξει παρά το πρόσωπο του Αγίου και τις φτερούγες Του»!
Σχεδόν φώναξε.......Δεν ήταν πια βέβαιος, ότι θα πετύχαινε αυτό που τώρα εμπρός καμάρωνε ευχαριστημένος. Έπειτα ο πηλός άρχιζε να σκληραίνει, να ξηραίνεται. Θα προλάβαινε να τον μεταπλάσει από την αρχή; Αν χαλούσε; Όχι-όχι δεν θα το αποτολμούσε. Κοίταξε πάλι την γαβάθα με τον υπόλοιπο πηλό....Τον πήρε στα χέρια του και όπως ένα άπειρο παιδί ζωγραφίζει σε χαρτί ένα ανθρώπινο σώμα ,σχεδιάζοντας τον κορμό,τα χέρια και τα πόδια του ανθρώπου ,με μια μονοκοντυλιά, έτσι και εκείνος με το λίγο πηλό ,που του έμεινε, σχεδίασε το υπόλοιπο σώμα του Αρχαγγέλου. Πολύ άτεκνο μεν ,από το στέρνο και κάτω και ασύμμετρο αλλά ολοκληρωμένο........
Απόσπασμα από το βιβλίο του Πρωτοπρεσβύτερου π.Ευστρατίου Δήσσου,
"Το ιστορικό και τα θαύματα του Ταξιάρχη Μανταμάδου"
G P,GreekPress.gr