“Καθώς βλέπεις εις το Κοιμητήριον οι Πατέρες ημών είχον
ένα δωμάτιον, όπου ησύχαζεν εις παπά Ματθαίος προσευχόμενος συνεχώς.
Μίαν ημέραν ήκουσεν ο παπά Ματθαίος θόρυβον. Ανοίγει την θύραν του Κοιμητηρίου και βλέπει πολλούς ωραίους νέους, εκ των οποίων άλλοι μεν έφερον οστά και τα ετοποθέτουν εκεί, άλλοι δε λαμβάνοντες οστά ανεχώρουν. Έμεινεν εκστατικός ο παπά Ματθαίος. Τότε εις από τους λαμπρούς νέους είπε προς αυτόν:
“-Τι θαυμάζεις, Γέρο Ματθαίε ; Ημείς είμεθα Άγγελοι Θεού
και διετάχθημεν από την Παναγίαν να κάμνωμεν αυτό όπου βλέπεις μεταφέρομεν
δηλαδή εδώ τα οστά εκείνων των ανθρώπων, οι οποίοι έχοντες μεγάλας αρετάς
έφερον συνεχώς τον νουν των εδώ εις το Άγιον Όρος και επεθύμουν εδώ να τελειώσουν
τον δρόμον των, ένεκα όμως της υποταγής των εις άλλους Γέροντας δεν ηδυνήθησαν
να πραγματοποιήσουν τον πόθον των. Επειδή λοιπόν είχον αυτήν την σφοδράν
επιθυμίαν, φέρομεν εδώ τα οστά των, δια να αναστηθούν εδώ εν τη Δευτέρα
Παρουσία”.
+ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ ΑΓΙΑΝΝΑΝΙΤΟΥ, ΓΕΡΟΝΤΙΚΑΙ ΕΝΘΥΜΗΣΕΙΣ
ΚΑΙ ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ, ΤΟΜ. Α΄, Β΄ ΕΚΔ., ΙΕΡΑ ΚΟΙΝΟΒΙΑΚΗ ΜΟΝΗ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΟΔΗΓΗΤΡΙΑΣ,
ΜΩΛΟΣ ΛΟΚΡΙΔΟΣ, 2011, σσ. 230 κ.ε.
tribonio