Το παρακάτω ιστορικό γράφτηκε ως υπόμνημα από τον
ιερομόναχο Σεραφείμ τον Θυηπόλο το 1548 (από κτίσεως κόσμου 7056), ο οποίος
υπήρξε και Πρώτος του Αγίου Όρους και διέσωσε ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης.
Κοντά στη Σκήτη του Πρωτάτου, που βρίσκεται στις Καρυές του Αγ. Όρους – στην αριστερή όχθη του χειμάρρου του Λιβαδογένη, κάτω από τη ρωσική Σκήτη του Αγ. Ανδρέα – εκεί κοντά στην τοποθεσία της Ι. Μονής Παντοκράτορος, είναι ένας λάκκος (χαράδρα) μεγάλος, που έχει διάφορα Κελλιά. Σε ένα από αυτά τα Κελλιά, που ήταν αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου, κατοικούσε ένας ενάρετος Ιερομόναχος γέροντας με τον υποτακτικό του. Επειδή συνηθίζονταν να γίνεται αγρυπνία κάθε Κυριακή στην παραπάνω Σκήτη του Πρωτάτου, το απόγευμα ενός Σαββάτου, θέλοντας ο Γέροντας να πάει στην αγρυπνία, λέγει στον υποτακτικό :
Η εμφάνιση του Αρχαγγέλου
– Εγώ, τέκνο μου, θα πάω να ακούσω την αγρυπνία, ως
συνήθως. Εσύ μείνε στο κελί και ανάγνωσε την ακολουθία σου. Και έτσι έφυγε.
Το βράδυ, ακούει ο υποτακτικός να χτυπάει κάποιος την
πόρτα του κελλιού. Πήγε, την άνοιξε και βλέπει κάποιον ξένο και άγνωστο μοναχό,
ο οποίος, αφού παρακάλεσε, μπήκε και έμεινε εκείνη τη βραδιά στο κελί.
Την ώρα του όρθρου σηκώθηκαν και έψαλλαν και οι δύο την
ακολουθία. Όταν όμως ήλθαν στο “την Τιμιωτέραν των Χερουβίμ”, ο υποτακτικός
έψαλλε έως τέλους το συνηθισμένο και παλαιό ύμνο του Αγ. Κοσμά του Ποιητού ενώ
ο ξένος μοναχός στάθηκε μπροστά από την εικόνα της Θεοτόκου και με περισσή
ευλάβεια και φόβο, κάνοντας άλλη αρχή του ύμνου, τον έψαλλε μελίρρυτα ως εξής:
« Άξιον εστίν ως αληθώς,
μακαρίζειν σε την Θεοτόκον,
την αειμακάριστον και παναμώμητον
και μητέρα του Θεού ημών».
Και μετά επισύναψε και “την Τιμιωτέραν…” μέχρι τέλους.
Όταν άκουσε αυτό ο υποτακτικός ενθουσιάστηκε, αφ’ ενός για
το νέο ύμνο αφετέρου για την Αγγελοειδή φωνή και ουράνια μελωδία που άκουσε και
λέει προς τον ξένο μοναχό:
–Εμείς μόνο την Τιμιωτέρα ψάλλουμε, το «Άξιον
Εστίν» δεν το έχουμε ακούσει ποτέ, ούτε εμείς ούτε και οι προγενέστεροι
από μας. Αλλά σε παρακαλώ, κάνε αγάπη και γράψε σε μένα τον ύμνο αυτό για να
τον ψάλλω και εγώ στην Θεοτόκο.
– Φέρε μου μελάνι και χαρτί για να γράψω τον ύμνο, του
είπε ο ξένος μοναχός.
– Δεν έχω ούτε μελάνι ούτε χαρτί , είπε ο υποτακτικός.
Τότε ο ξένος μοναχός είπε:
– Φέρε μου μια πλάκα .
Ο υποτακτικός πήγε τότε και έφερε μία πλάκα (λέγεται
μάλιστα ότι η πλάκα αυτή ήταν από το δάπεδο του ναού, το οποίο φαίνεται και ως
το πιο πιθανό). Την πήρε λοιπόν ο ξένος και έγραψε πάνω σ’ αυτή με το δάκτυλό
του τον παραπάνω εξαίσιο ύμνο, δηλαδή το Άξιον Εστίν. Και, ώ του θαύματος!!!,
τα γράμματα χαράχθηκαν τόσο βαθιά πάνω στη σκληρή πλάκα, σαν να γράφηκαν σε
μαλακό πηλό. Ποιος να περιγράψει την έκπληξη του υποτακτικού που βρέθηκε
μπροστά σ’ αυτό το εξαίσιο γεγονός, ο οποίος δικαιολογημένα στάθηκε εμβρόντητος
παραλαμβάνοτας την πλάκα από τον άγνωστο αυτό μοναχό;.
Στη συνέχεια ο ξένος λέγει στον υποτακτικό:
– Από σήμερα και στο εξής έτσι να ψάλλετε αυτό τον ύμνο
και εσείς, αλλά και όλοι οι Ορθόδοξοι στην Κυρία ημών Θεοτόκο. Και μετά
εξαφανίστηκε. Η παράδοση λέγει, ότι ήταν ο Αρχάγγελος Γαβριήλ, απεσταλμένος από
το Θεό για να αποκαλύψει τον αγγελικό αυτό ύμνο στην ανθρωπότητα. Ο υποτακτικός
μοναχός, δοκιμάζοντας έκπληξη στην έκπληξη και χαρά στην χαρά, προσκύνησε τον
τόπο όπου στάθηκε ο Άγγελος και ξεφώνησε: «Νυν είδα αληθώς ότι εξαπέστειλε
Κύριος τον Άγγελο Αυτού» και ατενίζοντας την εικόνα της Θεοτόκου: «Δεδοξασμένα
ελαλήθη περί σου η πόλις του Θεού, Δέσποινά μου Μαρία».
Στη κοινή σύναξη του Πρωτάτου…
Όταν επέστρεψε από την αγρυπνία ο Γέροντας, άρχισε ο υποτακτικός
να του διηγείται όλα όσα είχαν συμβεί και να του ψάλλει το «Άξιον Εστίν» όπως
του παρήγγειλε ο Άγγελος, και στη συνέχεια του έδειξε και την πλάκα με τα
αγγελοχάρακτα γράμματα. Ο Γέροντας ακούγοντας και βλέποντας όλα αυτά, έμεινε
εκστατικός απέναντι στο θαύμα. Πήραν και οι δύο την αγγελοχάρακτη πλάκα και
πήγαν στο Πρωτάτο. Την έδειξαν στον Πρώτο αλλά και στους Γέροντες της Κοινής
Σύναξης και τους διηγήθηκαν όλα τα γενόμενα. Αυτοί δόξασαν το Θεό και
ευχαρίστησαν τη Κυρία Θεοτόκο για το εξαίσιο αυτό θαύμα. Αμέσως έστειλαν την
πλάκα στην Κωνσταντινούπολη προς τον Πατριάρχη και τον Αυτοκράτορα, αφού τους
έγραψαν και γράμματα που εξιστορούσαν όλη την υπόθεση του γεγονότος.
Από τότε και μετά ο Αγγελικός αυτός ύμνος διαδόθηκε σε όλη
την Οικουμένη και ψάλλεται στη Θεομήτορα από όλους τους Ορθοδόξους. Η δε εικόνα
της Θεοτόκου που βρισκόταν στην Εκκλησία του κελιού στο οποίο έγινε αυτό το
Θαύμα, με κοινή απόφαση των Πατέρων αποφασίσθηκε να μεταφερθεί στο Ιερό Βήμα
του Πρωτάτου.
Ο λάκκος του «Άδειν».
Το κελλί εκείνο, από το οποίο μεταφέρθηκε η αγγελοΰμνητη
εικόνα, πήρε την επωνυμία «Άξιον Εστί», ενώ ο λάκκος (η τοποθεσία) που
βρίσκεται το κελλί ονομάζεται από όλους μέχρι σήμερα «Άδειν» (δηλαδή ψάλλειν),
επειδή εκεί για πρώτη φορά ψάλθηκε ο αγγελικός αυτός ύμνος. Ότι ο Άγγελος που
φάνηκε ως ξένος μοναχός ήταν ο Αρχάγγελος Γαβριήλ μαρτυρεί και το βιβλίο του
Μηναίου κατά την ενδεκάτη Ιουνίου ως εξής: «Τη αυτή ημέρα, η σύναξις του
Αρχαγγέλου Γαβριήλ εν τω Άδειν». Και επειδή, όπως φαίνεται, στις ένδεκα Ιουνίου
έγινε το θαύμα αυτό, οι Πατέρες τελούσαν κάθε έτος σύναξη και Θεία Λειτουργία
στον παραπάνω λάκκο, τιμώντας και δοξάζοντας τον Αρχάγγελο Γαβριήλ ο
οποίος από την αρχή υπήρξε ο ένθεος υμνολόγος, τροφέας, διακονητής και
χαροποιός Ευαγγελιστής της Θεοτόκου. (keliaxionestin.com)
Η εικόνα «Ἄξιον Ἐστί» έχει διαστάσεις 70,5 x 44 εκατοστά
χωρίς την αργυρή θήκη που την περιβάλλει. Λόγω του χρόνου που πέρασε, η μορφή
της Θεοτόκου ήταν πολύ σβησμένη, αλλά μετά ανακαίνιση διατηρείται σε
ικανοποιητική κατάσταση και διαβάζεται η επιγραφή «Μήτηρ Θεού Καρυώτισσα».
Κατασκευάστηκε στην Κωνσταντινούπολη κατά το πρότυπο της Παναγίας Ελεούσας του
Κύκκου της Κύπρου, έργο του Ευαγγελιστού Λουκά και απεικονίζει την Θεοτόκο με
τη μορφή που είχε λίγο πριν την κοίμησή της.
Στις 3 Οκτωβρίου 1913, μετά από ολονύκτια αγρυπνία στο Ναό
του Πρωτάτου, οι Αγιορείτες μοναχοί συνέταξαν το μνημειώδες ψήφισμα της αιωνίου
και αδιασπάστου ενώσεως με την Μητέρα Ελλάδα και το υπέγραψαν ένας - ένας με
μετάνοια ενώπιον της εικόνας αυτής.
Η πρώτη έξοδος της εικόνας «Άξιον Εστί» από το Άγιον Όρος
έγινε το 1963 κατά τον εορτασμό της Χιλιετηρίδος του Αγίου Όρους, όταν
μεταφέρθηκε στην Αθήνα, που την προσκύνησαν πλήθη πιστών. Το 1985 μεταφέρθηκε
με πλοίο του Πολεμικού Ναυτικού για προσκύνηση στη Θεσσαλονίκη, όπου οι
επίσημοι της πόλεως την υποδέχθηκαν μπροστά στο Λευκό Πύργο με τιμές Αρχηγού
Κράτους.
Εμφάνιση της Παναγίας «Άξιον Εστί» στον Γέροντας Παΐσιο.
Διηγήθηκε ο Γέροντας Παΐσιος: «Τη Δευτέρα της
Διακαινησίμου καθόμουν στο Αρχονταρίκι και έλεγα την ευχή. Ξαφνικά αισθάνθηκα
μια ευωδία, άλλο πράγμα! Βγήκα στο διάδρομο να δω από πού προέρχεται, πήγα στην
Εκκλησία, τίποτα. Βγήκα έξω στην αυλή. Η ευωδία ήταν πολύ πιο έντονη. Ακούστηκε
να χτυπά το τάλαντο. Κοίταξα και είδα να κατεβαίνει προς τα κάτω η λιτανεία,
και κατάλαβα ότι προέρχεται από την εικόνα της Παναγίας».
Αυτή την ημέρα γίνεται η λιτανεία της θαυματουργού εικόνος
του «Ἄξιον ἐστίν», κατεβαίνει πιο κάτω από το Κουτλουμούσι, ως το Κελλί των
Αγίων Αποστόλων (Αλυπίου).
Το Κελλί της «Παναγούδας» απέχει ένα χιλιόμετρο περίπου.
Από αυτή την απόσταση η Παναγία έστειλε τρόπον τινά τον χαιρετισμό της στον
Γέροντα.
Η Σύναξη της Παναγίας «Ἄξιον Ἐστί» (ή ἐν τῷ «Ἀδειν»)
εορτάζει στις 11 Ιουνίου.
(greekorthodoxreligioustourism)
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Πατέρων ἀθροίσθητε, πασὰ τοῦ Ἄθω πληθύς, πιστῶς ἑορτάζοντες, σήμερον χαίροντες, καὶ φαιδρῶς ἀλαλάζοντες, πάντες ἐν εὐφροσύνῃ, τοῦ Θεοῦ γὰρ ἡ Μήτηρ, νῦν παρὰ τοῦ Ἀγγέλου, παραδόξως ὑμνεῖται διὸ ὡς Θεοτόκον ἀεὶ ταύτην δοξάζομεν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῇ σεπτῇ σπυ Εἰκόνι Γαβριὴλ ὁ Ἀρχάγγελος, καταπτὰς ἐν σχήματι ξένῳ, τὴν ᾠδήν σοι ἀνέμελψεν, Ἄξιόν ἐστιν ὡς ἀληθῶς, τὴν μόνην μακαρίζειν σε Ἁγνή, ὡς Μητέρα τοῦ τῶν ὅλων Δημιουργοῦ, καὶ σώζουσαν τοὺς κράζοντας· δόξα τοῖς θαυμασίοις σου Ἁγνή, δόξα τοῖς μεγαλείοις σου, δόξα τῇ πρὸς ἡμᾶς σου προνοίᾳ Ἄχραντε.
Κοντάκιον
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἑορτάζει σήμερον ἅπας ὁ Ἄθως, ὅτι ὕμνοις δέδεκται, ὑπὸ Ἀγγέλου θαυμαστῶς, σοῦ τῆς Ἁγνῆς Θεομήτορος, ἣν πᾶσα κτίσις γεραίρει δοξάζουσα.
Ἕτερον Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς ἐπιστὰς ἀπ’ οὐρανοῦ ἐν ξένῳ σχήματι Ὁ Γαβριὴλ τὸν μοναστὴν ἐμυσταγώγησε Μακαρίζει καὶ ὑμνεῖν σε ἀξίως Κόρη. Ἀλλ’ ἡμεῖς τούτου τὴν μνείαν ἑορτάζοντες τὴν πολλήν σου πρὸς ἡμᾶς ὑμνοῦμεν πρόνοιαν καὶ βοῶμέν σοι, χαῖρε Ἄθω ἡ ἔφορος.
Μεγαλυνάριον
Ἄξιον ὑμνεῖν σε διὰ παντός, τὴν Θεοῦ Μητέρα, καὶ προστάτιν
τῶν γηγενῶν, παρὰ τοῦ Ἀγγέλου, Παρθένε διδαχθέντες, ὑμνοῦμεν καθ’ ἑκάστην, τὰ
μεγαλεῖά σου.